θύλακος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(1ab)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=!θύ¯λᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a bag, [[pouch]], [[wallet]], Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of [[your]] [[skin]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> in pl. the [[trousers]] of the Persians, Eur., Ar.
|mdlsjtxt=θύ¯λᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a bag, [[pouch]], [[wallet]], Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of [[your]] [[skin]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> in pl. the [[trousers]] of the Persians, Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύλᾰκος Medium diacritics: θύλακος Low diacritics: θύλακος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΣ
Transliteration A: thýlakos Transliteration B: thylakos Transliteration C: thylakos Beta Code: qu/lakos

English (LSJ)

[ῡ], ὁ,

   A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ἄλφιτ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ar.Pl.763; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht.161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a.    2 sack in which the eggs of the tunny are enveloped, Arist. HA571a14, cf. 552b19.    II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc.182, Ar.V.1087.    III ball used for physical exercise, Antyll. ap. Orib.6.32.12.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, Sack, Beutel, bes. Brotsack; ἀλφίτων Her. 3, 46; Ar. Plut. 763; Ath. XI, 499 c; übertr., λόγων Plat. Theaet. 161 a. Von der Aehnlichkeit, die weiten Hosen der Barbaren, Ar. Vesp. 1087, Schol. εἴδη βρακίων παρὰ Πέρσαις; vgl. Eur. Cycl. 181. [Bei Greg. Naz. (VIII,166) mit kurzem υ.]

Greek (Liddell-Scott)

θύλᾰκος: ῡ, ὁ, σάκκος, «σακκοῦλι», ἰδίως πήρα ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, σάκκος πλήρης λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ θύλακος ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι ἀναξυρίδες τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. σφαῖρα, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sac formé par la peau d’une bête vidée;
2 p. ext. sac à farine;
3 p. anal. longue robe des Perses.
Étymologie: cf. lat. follis ; sur θυλ = lat. fol-, cf. θύρα = lat. fores, θυμός = lat. fumus, etc.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ θύλακος)
μικρός σάκος, σακίδιο, μάρσιπος, ταγάρι
νεοελλ.
1. βοτ. καρπός με ξηρό διαρρηκτό περικάρπιο που περιέχει συνήθως πολλά σπέρματα
2. ανατ. θήκη, περίβλημα ή κοιλότητα σε σχήμα σάκου («θύλακος τριχών» — ο θύλακος που περιβάλλει τη ρίζα τών τριχών)
3. βιολ. φρ. «θύλακος του Φαμπριτσιόνε» — θυλακοειδής σάκος του τοιχώματος του τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνά
μσν.-αρχ.
το κοίλο της σφαίρας
αρχ.
1. ο σάκος όπου είναι κλεισμένα τα αβγά του τόνου
2. στον πληθ. οἱ θύλακοι
οι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, είδος βράκας
3. μτφ. για πρόσ. «θύλακος τις λόγων» — ένα σακούλι με λόγια, Πλάτ.
4. φρ. «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το τομάρι, θα κάνω σακί από το δέρμα σου, Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το θύω (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -ακος που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θυλάκιο
αρχ.
θυλακίζω, θυλακίς, θυλακίσκιον, θυλακίσκος, θυλακίτης, θυλακόεις, θυλακούμαι, θυλακώδης, θυλλίς
μσν.
θυλάκη
νεοελλ.
θύλακος, θυλακίτιδα, θυλακώνω.
ΣΥΝΘ. θυλακοειδής
αρχ.
θυλακοτρώξ, θυλακοφόρος
νεοελλ.
θυλακολεονίδες, θυλακολέων, θυλακόσμιλος].

Greek Monotonic

θύλᾰκος: [ῡ], ὁ,
I. τσάντα, ταγάρι, πορτοφόλι, πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· δερῶ σε θύλακον, θα φτιάξω πουγκί από το δέρμα σου, στον ίδ.
II. στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θύλᾰκος: (ῡ) ὁ
1) мех, мешок (преимущ. из цельной шкуры): ἄλφιτα οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Arph. в мешке нет муки, т. е. мешок пуст; δερῶ σε θύλακον! Arph. я шкуру с тебя спущу!; θ. τις λόγων шутл. Plat. словесный мешок, т. е. неистощимый болтун; τῇ χειρί, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ погов. Corinna ap. Plut. горстями, а не целым мешком, т. е. не сразу, а понемногу;
2) pl. мешкообразные брюки (восточных народов), шальвары (οἱ θύλακοι οἱ ποικίλοι Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sack, bag, mostly of leather (IA);
Other forms: θυλλίς θύλακος H, θυλίδες οἱ θύλακοι H.; also θῦλαξ (Com.; backformation from θυλάκιον?, Kalén Quaest. gramm. graecae 106)
Compounds: As 2. member in παρσουλακίρ (= παραθυλακίς) τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος H. (Lac.).
Derivatives: Diminut.: θυλάκιον (IA), θυλακίς f. (Ael.), θυλακίσκος m. (Com., Dsc.). Other: θυλακή scrotum (Hippiatr.), θυλακώδης (Thphr.), θυλακόεις (Nic.) sack-like; θυλακῖτις in plant names (Dsc.): θ. μήκων (after the capsules of the seeds), θ. νάρδος (after the acorn-like root-stock; Strömberg Pflanzennamen 36); θυλακίζειν τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι H. - Short form, poss. with hypocoristic gemination: θυλ(λ)ίς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained; prob. foreign, like σάκκος. - Removing a κ-suffix gives *θυλ(ο)- which has been compared with Lith. dundùlis puffed, big-bellied, if from *dul-dùlis (Persson Beitr. 2, 798 n. 1; other suggestion by Fraenkel Lit. et Wb. s. demblỹs), in the end connected with 1. θύω; cf. Slav., e. g. Russ. dutь blow with dúlo mouth (of a gun, a canon), Ukr. dúɫo bellows. - The forms θαλλίς μάρσιππος μακρός, θάλλικα σάκκου εἶδος H.. with different vowel, are unexplained. - The suffix -ακ- shows Pre-Greek origin (Beekes, Pre-Greek, Suffixes).

Middle Liddell

θύ¯λᾰκος, ὁ,
I. a bag, pouch, wallet, Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.
II. in pl. the trousers of the Persians, Eur., Ar.