τραυλός: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(1b)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[τραυλός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> lisping, Lat. [[balbus]], esp. of children, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of the [[swallow]], twittering, Anth. [Prob. from the [[sound]].]
|mdlsjtxt=[[τραυλός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> lisping, Lat. [[balbus]], esp. of children, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of the [[swallow]], twittering, Anth. [Prob. from the [[sound]].]
}}
}}

Revision as of 10:30, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλός Medium diacritics: τραυλός Low diacritics: τραυλός Capitals: ΤΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: traulós Transliteration B: traulos Transliteration C: travlos Beta Code: traulo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mispronouncing letters, lisping, stammering, Hp. Aph.6.32, Call.Com.19, PSI3.220.18 (iii A. D.), etc.; esp. of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τ. Hdt.4.155, cf. Arist.Aud.801b7, Pr.902b22.    II of the swallow, twittering, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι AP9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.).    III τὸ τ. τῶν λίθων the oily quality in stones, Olymp.Alch.p.97 B.

German (Pape)

[Seite 1135] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Ggstz τορός; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).

Greek (Liddell-Scott)

τραυλός: -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων γράμμα τι, κυρίως ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ παιδίων, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. τραυλίζω, ψελλός. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bégaie, qui balbutie.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.
Par. βάτταλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή του -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»].

Greek Monotonic

τραυλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν προφέρει καλά κάποιο γράμμα, κυρίως αυτός που προφέρει το ρ ως λ, ψευδός, Λατ. balbus, ιδίως λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για το χελιδόνι, τιτιβίζω, κελαηδώ, σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).

Russian (Dvoretsky)

τραυλός: 3, редко
1) шепелявый, сюсюкающий Her., Arst.;
2) (о ласточке) щебечущий: τραυλὰ μινύρεσθαι Anth. щебетать.

Middle Liddell

τραυλός, ή, όν
I. lisping, Lat. balbus, esp. of children, Hdt.
II. of the swallow, twittering, Anth. [Prob. from the sound.]