πλουτίζω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(1ba) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλουτίζω]], [[πλοῦτος]]<br />to make [[wealthy]], [[enrich]], Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., [[Ἅιδης]] γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to [[gain]] one's [[wealth]] | |mdlsjtxt=[[πλουτίζω]], [[πλοῦτος]]<br />to make [[wealthy]], [[enrich]], Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., [[Ἅιδης]] γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to [[gain]] one's [[wealth]] from… , Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 26 February 2019
English (LSJ)
Att. fut.
A -ιῶ Timocl.4.8:— make wealthy, enrich, τινα A.Ag.586, X.Cyr.8.2.22; ἀρετῇ τινας Id.Mem.4.2.9; τὴν πατρίδα IGRom.3.199 (Ancyra): iron., π. τινὰ ἄτης (ἄτην codd.) A.Ag.1268:—Pass., Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις π. S.OT30; τούτοις π. ὑπὸ σοῦ X.Cyr.5.5.27; ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, gain one's wealth from... Id.Mem.2.1.28, Vect.4.14.
German (Pape)
[Seite 638] reich machen, bereichern, übh. beglücken, erfreuen; Aesch. Ag. 572. 1240; ὑφ' οὗ (λοιμοῦ) Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται, Soph. O. R. 30; Xen. Cyr. 5, 1, 27; ἀπό τινος, Mem. 3, 8, 7; ἀρετῇ, 4, 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ πλούσιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· εἰρωνικ., πλ. τινὰς ἄταις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1268· τὰς γνώμας ἀρετῇ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9. ― Παθ., Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλ. Σοφ. Ο. Τ. 30· τούτοις πλ. ὑπὸ σοῦ Ξεν. Κύρ. 5, 5, 27· ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, πλουτίζομαι, κτῶμαι πλοῦτον ἐκ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 28, Πόροις 4, 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42.
French (Bailly abrégé)
enrichir ; Pass. s’enrichir, être enrichi.
Étymologie: πλοῦτος.
English (Strong)
from πλοῦτος; to make wealthy (figuratively): en- (make) rich.
English (Thayer)
passive, present participle πλουτιζόμενος; 1st aorist ἐπλουτίσθην; (πλοῦτος); to make rich, to enrich: τινα, passive, τινα, ἐν with a dative of the thing (see πλουτέω, a.), passive, to be richly furnished, Aeschylus, Sophicles, Xenophon, Plutarch; the Sept. for הֶעֱשִׁיר.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ πλούτος
κάνω κάποιον πλούσιο
νεοελλ.
γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω
αρχ.
μέσ. πλουτίζομαι
αποκτώ πλούτο, γίνομαι πλούσιος.
Greek Monotonic
πλουτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (πλοῦτος), κάνω κάποιον πλούσιο, πλουτίζω, σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, πλουτίζω τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. Ἅιδης γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· πλουτίζω ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, κερδίζω τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πλουτίζω: (атт. fut. πλουτιῶ) обогащать (π. καὶ εὐεργετεῖν ἀνθρώπους Xen.; πολλούς NT; перен. ἀρετῇ τινα Xen.); pass. обогащаться, богатеть (ἀπὸ или ἔκ τινος Xen. и ἔν τινι NT): Ἃιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Soph. Гадес переполняется стенаниями и вздохами (во время мора).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτίζω [πλοῦτος] fut. πλουτιῶ act. met acc. rijk maken, verrijken (met); met dat. of met gen.. ἄλλην τιν ’ ἄτης ἀντ ’ ἐμοῦ πλουτίζετε maak maar een ander in mijn plaats rijk aan verblinding Aeschl. Ag. 1268. med.-pass. rijk worden (van), met ἀπό + gen.; zich verrijken (met), met dat.; overdr.. Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Hades verrijkt zich met jammerklachten en geween Soph. OT 30.
Middle Liddell
πλουτίζω, πλοῦτος
to make wealthy, enrich, Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., Ἅιδης γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to gain one's wealth from… , Xen.