ἴκελος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(1ab) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἴκελος]], [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic [[form]] of [[εἴκελος]],]<br />like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind. | |mdlsjtxt=[[ἴκελος]], [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic [[form]] of [[εἴκελος]],]<br />like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἴκελος''': {íkelos}<br />'''Forms''': auch [[εἴκελος]] (nach [[εἰκών]], [[εἰκάζω]] usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)<br />'''Meaning''': [[vergleichbar]], [[ähnlich]] (ep. ion. poet. seit Il.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος [[götterähnlich]] (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος [[ähnlich]] (Hom., Hdt.) von ἐπι-, [[προσέοικα]]; vgl. auch zu [[ἐπιεικής]].<br />'''Derivative''': Davon [[ἰκελόω]] [[gleich machen]] (''AP'').<br />'''Etymology''' : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von [[ἔοικα]] (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. [[ἀϊκής]] neben [[ἀεικής]].<br />'''Page''' 1,716 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος,
A like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκᾰν-λως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.
German (Pape)
[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.
English (Autenrieth)
(ϝικ.), like, resembling.
English (Slater)
ῐκελος
1 resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
Greek Monolingual
ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπ-ελος, στυφ-ελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].
Greek Monotonic
ἴκελος: [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. τύπος του εἴκελος, όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἴκελος: дор. v. l. ἴκελος 3 (ῐ) эп.-ион. (= εἴκελος) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: comparable, resembling (Il.).
Other forms: also εἴκελος (after εἰκών, εἰκάζω etc.; orig. perh. for metr. lengthened ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Compounds: As 2. member a. o. in θεο-(ε)ίκελος god-like (Il.) and in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος resembling (Hom., Hdt.) from ἐπι-, προσ-έοικα; cf. also on ἐπιεικής.
Derivatives: ἰκελόω make identical (AP).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *ueik- resemble
Etymology: Old formation on the basis of the zero grade of ἔοικα (s. v.) with λο-suffix (Chantr. Form. 243); cf. ἀ-ϊκής beside ἀ-εικής.
Middle Liddell
ἴκελος, [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic form of εἴκελος,]
like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind.
Frisk Etymology German
ἴκελος: {íkelos}
Forms: auch εἴκελος (nach εἰκών, εἰκάζω usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Meaning: vergleichbar, ähnlich (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος götterähnlich (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος ähnlich (Hom., Hdt.) von ἐπι-, προσέοικα; vgl. auch zu ἐπιεικής.
Derivative: Davon ἰκελόω gleich machen (AP).
Etymology : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von ἔοικα (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. ἀϊκής neben ἀεικής.
Page 1,716