подниматься: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(5)
 
(DvTab)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀνατρέχω]], [[ἐπανακύπτω]], [[ἐπανίστημι]], [[συνεπιβαίνω]], [[συνεκβαίνω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[διαιωρέομαι]], [[προσάνειμι]], [[ὑπεξακρίζω]], [[ἄνειμι]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]], [[προσαναβαίνω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀμβαίνω]], [[ἐπαναβαίνω]], [[εἰσάνειμι]], [[ἐπιβαίνω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[ἀναδύομαι]], [[ἀνδυομαι]], [[ἐξανίστημι]], [[ἀναθυμιάομαι]], [[προσβαίνω]], [[συνανίστημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[ὑπερθρῴσκω]], [[ἐπαναίρω]], [[μετεωρίζω]], [[ἀνόρνυμι]], [[ἀνίστημι]], [[προσανατέλλω]], [[προσαντέλλω]], [[ἐξακρίζω]], [[ἀναΐσσω]], [[ἀνᾴσσω]], [[ἀνᾴττω]], [[ὑπερτέλλω]], [[περιπολάζω]], [[ἐπανατέλλω]], [[ἐπαντέλλω]], [[ἐπάνειμι]], [[διανίσταμαι]], [[παρανίστημι]], [[εἰσαναβαίνω]], [[ἐξυπανίσταμαι]], [[προσαιωρέομαι]], [[ἀπορούω]], [[ἀποθρῴσκω]], [[ἀποθρώσκω]], [[ἐπεμβαίνω]], [[ἀνιμάω]], [[ἀφίπταμαι]]
|rueltext=[[στείχω]], [[βιβάω]], [[ἀνίστημι]], [[ἐπιβαίνω]], [[ἐξαίρω]], [[ἐπαίρω]], [[αἴρω]], [[ἀνατρέχω]], [[ἐπανακύπτω]], [[ἐπανίστημι]], [[συνεπιβαίνω]], [[συνεκβαίνω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[διαιωρέομαι]], [[προσάνειμι]], [[ὑπεξακρίζω]], [[ἄνειμι]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]], [[προσαναβαίνω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀμβαίνω]], [[ἐπαναβαίνω]], [[εἰσάνειμι]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[ἀναδύομαι]], [[ἀνδυομαι]], [[ἐξανίστημι]], [[ἀναθυμιάομαι]], [[προσβαίνω]], [[συνανίστημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[ὑπερθρῴσκω]], [[ἐπαναίρω]], [[μετεωρίζω]], [[ἀνόρνυμι]], [[προσανατέλλω]], [[προσαντέλλω]], [[ἐξακρίζω]], [[ἀναΐσσω]], [[ἀνᾴσσω]], [[ἀνᾴττω]], [[ὑπερτέλλω]], [[περιπολάζω]], [[ἐπανατέλλω]], [[ἐπαντέλλω]], [[ἐπάνειμι]], [[διανίσταμαι]], [[παρανίστημι]], [[εἰσαναβαίνω]], [[ἐξυπανίσταμαι]], [[προσαιωρέομαι]], [[ἀπορούω]], [[ἀποθρῴσκω]], [[ἀποθρώσκω]], [[ἐπεμβαίνω]], [[ἀνιμάω]], [[ἀφίπταμαι]], [[ὑπερέχω]], [[στηρίζω]]
}}
}}

Revision as of 09:20, 15 October 2019

Russian > Greek

στείχω, βιβάω, ἀνίστημι, ἐπιβαίνω, ἐξαίρω, ἐπαίρω, αἴρω, ἀνατρέχω, ἐπανακύπτω, ἐπανίστημι, συνεπιβαίνω, συνεκβαίνω, ἐπόρνυμι, ἐπορνύω, διαιωρέομαι, προσάνειμι, ὑπεξακρίζω, ἄνειμι, ἐπανέρχομαι, ἀνέρχομαι, προσαναβαίνω, ἀναβαίνω, ἀμβαίνω, ἐπαναβαίνω, εἰσάνειμι, ἀνατέλλω, ἀντέλλω, ἐκβαίνω, ἐκβάω, ἀναδύομαι, ἀνδυομαι, ἐξανίστημι, ἀναθυμιάομαι, προσβαίνω, συνανίστημι, ἐπαναφέρω, ἐπαμφέρω, ὑπερθρῴσκω, ἐπαναίρω, μετεωρίζω, ἀνόρνυμι, προσανατέλλω, προσαντέλλω, ἐξακρίζω, ἀναΐσσω, ἀνᾴσσω, ἀνᾴττω, ὑπερτέλλω, περιπολάζω, ἐπανατέλλω, ἐπαντέλλω, ἐπάνειμι, διανίσταμαι, παρανίστημι, εἰσαναβαίνω, ἐξυπανίσταμαι, προσαιωρέομαι, ἀπορούω, ἀποθρῴσκω, ἀποθρώσκω, ἐπεμβαίνω, ἀνιμάω, ἀφίπταμαι, ὑπερέχω, στηρίζω