проникать: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6)
 
(DvTab)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐνοικειόω]], [[συνδιηθέομαι]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[εἰσαμείβω]], [[ἐνέχω]], [[εἰσικνέομαι]], [[ἐσικνέομαι]], [[ἐπέξειμι]], [[ἐνειλέω]], [[ἐνδύνω]], [[ἀντεπεισφέρομαι]], [[ἐνδύω]], [[ἐγχρώζω]], [[ἐγχρώννυμι]], [[περάω]], [[δύνω]], [[ἑρπύζω]], [[εἰσοικίζω]], [[ἐσοικίζω]], [[εἰσκρίνομαι]], [[εἰσέρρω]], [[εἰσδύνω]], [[ἐσδύνω]], [[διαδύομαι]], [[ἐπεισδύω]], [[παρεισδύομαι]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[παραρρέω]], [[διαπεράω]], [[διήκω]], [[διεκπεράω]], [[διέχω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[προδιέρχομαι]], [[προσεμβάλλω]], [[ὑπορρέω]]
|rueltext=[[ὑπερβαίνω]], [[ὑπέρχομαι]], [[ὑποτρέχω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑπερβάλλω]], [[διατρέχω]], [[περαίνω]], [[ἐνοικειόω]], [[συνδιηθέομαι]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[εἰσαμείβω]], [[ἐνέχω]], [[εἰσικνέομαι]], [[ἐσικνέομαι]], [[ἐπέξειμι]], [[ἐνειλέω]], [[ἐνδύνω]], [[ἀντεπεισφέρομαι]], [[ἐνδύω]], [[ἐγχρώζω]], [[ἐγχρώννυμι]], [[περάω]], [[δύνω]], [[ἑρπύζω]], [[εἰσοικίζω]], [[ἐσοικίζω]], [[εἰσκρίνομαι]], [[εἰσέρρω]], [[εἰσδύνω]], [[ἐσδύνω]], [[διαδύομαι]], [[ἐπεισδύω]], [[παρεισδύομαι]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[παραρρέω]], [[διαπεράω]], [[διήκω]], [[διεκπεράω]], [[διέχω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[προδιέρχομαι]], [[προσεμβάλλω]], [[ὑπορρέω]], [[προσβάλλω]], [[στάζω]], [[καθάπτω]], [[διαδίδωμι]], [[καταδύω]], [[ἀκοντίζω]]
}}
}}

Revision as of 09:20, 15 October 2019