разбивать: Difference between revisions
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[κεάζω]], [[ἐπικλάω]], [[θραύω]], [[ἄγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[ὑποκλάω]], [[καθαιματόω]], [[καταρρίπτω]], [[καταράσσω]], [[καταράττω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ἐπιθραύω]], [[ῥαίω]], [[συγκλάω]], [[διακροτέω]], [[ἀποθραύω]], [[διαρραίω]], [[θρυλίζω]], [[θρυλίσσω]], [[συρρήγνυμι]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ἐπικατάγνυμι]], [[συνθλάω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διασφενδονάω]], [[κατανέμω]], [[διαφορέω]], [[διατέμνω]], [[διακόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[ἀπορρήγνυμι]], [[διωθέω]], [[ἐρείκω]], [[διασπάω | |rueltext=[[συναιρέω]], [[πλήσσω]], [[κατασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[προσβάλλω]], [[ἀνακλάω]], [[ἀράσσω]], [[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[κεάζω]], [[ἐπικλάω]], [[θραύω]], [[ἄγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[ὑποκλάω]], [[καθαιματόω]], [[καταρρίπτω]], [[καταράσσω]], [[καταράττω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ἐπιθραύω]], [[ῥαίω]], [[συγκλάω]], [[διακροτέω]], [[ἀποθραύω]], [[διαρραίω]], [[θρυλίζω]], [[θρυλίσσω]], [[συρρήγνυμι]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ἐπικατάγνυμι]], [[συνθλάω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διασφενδονάω]], [[κατανέμω]], [[διαφορέω]], [[διατέμνω]], [[διακόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[ἀπορρήγνυμι]], [[διωθέω]], [[ἐρείκω]], [[διασπάω]], [[τρώω]], [[συλλοχίζω]], [[συναλοάω]], [[συναράσσω]], [[συναράττω]], [[διακναίω]], [[συντρίβω]], [[κόπτω]], [[τέμνω]], [[λύω]], [[δαμάζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 15 October 2019
Russian > Greek
συναιρέω, πλήσσω, κατασπάω, τιτρώσκω, προσβάλλω, ἀνακλάω, ἀράσσω, λεαίνω, λειαίνω, κεάζω, ἐπικλάω, θραύω, ἄγνυμι, κατάγνυμι, ὑποκλάω, καθαιματόω, καταρρίπτω, καταράσσω, καταράττω, ῥήγνυμι, ῥηγνύω, ἐπιθραύω, ῥαίω, συγκλάω, διακροτέω, ἀποθραύω, διαρραίω, θρυλίζω, θρυλίσσω, συρρήγνυμι, συνθραύω, διαθρύπτω, ἐπικατάγνυμι, συνθλάω, διασκεδάννυμι, διασφενδονάω, κατανέμω, διαφορέω, διατέμνω, διακόπτω, κατακόπτω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, ἀπορρήγνυμι, διωθέω, ἐρείκω, διασπάω, τρώω, συλλοχίζω, συναλοάω, συναράσσω, συναράττω, διακναίω, συντρίβω, κόπτω, τέμνω, λύω, δαμάζω