покрывать: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κατασπείρω]], [[προβιβάζω]], [[ἐπαναβαίνω]], [[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[περιστέλλω]], [[κρύπτω]], [[σκεπάω]], [[κατανίφω]], [[ἐπινίφω]], [[ἀμφιτίθημι]], [[ἐπιχρίω]], [[κατενήνοθε]], [[περιπτύσσω]], [[νωτίζω]], [[χλαινόω]], [[καταέννυμι]], [[ῥαίνω]], [[καταμπέχω]], [[ἀμφιάζω]], [[εἰλύω]], [[κατασκιάζω]], [[περιτήκω]], [[καλύπτω]], [[κατακαλύπτω]], [[ἐπικαλύπτω]], [[προκαλύπτω]], [[ἀποστέγω]], [[καταβυρσόω]], [[ὀχεύω]], [[ἀργυρόω]], [[κατερέφω]], [[ἐποχεύω]], [[ἐρέπτω]], [[συσκιάζω]], [[ἐμβατέω]], [[καταστεγάζω]], [[στεγάζω]], [[ἐπιστορέννυμι]], [[καταπετάννυμι]], [[ἀμφικαλύπτω]], [[ὀροφόω]], [[παλύνω]], [[καταστορέννυμι]], [[καταστόρνυμι]], [[ἐπιθόρνυμαι]] | |rueltext=[[σκιάζω]], [[περιλαμβάνω]], [[φύρω]], [[κατέχω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἐπιβαίνω]], [[βιβάω]], [[κατασπείρω]], [[προβιβάζω]], [[ἐπαναβαίνω]], [[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[περιστέλλω]], [[κρύπτω]], [[σκεπάω]], [[κατανίφω]], [[ἐπινίφω]], [[ἀμφιτίθημι]], [[ἐπιχρίω]], [[κατενήνοθε]], [[περιπτύσσω]], [[νωτίζω]], [[χλαινόω]], [[καταέννυμι]], [[ῥαίνω]], [[καταμπέχω]], [[ἀμφιάζω]], [[εἰλύω]], [[κατασκιάζω]], [[περιτήκω]], [[καλύπτω]], [[κατακαλύπτω]], [[ἐπικαλύπτω]], [[προκαλύπτω]], [[ἀποστέγω]], [[καταβυρσόω]], [[ὀχεύω]], [[ἀργυρόω]], [[κατερέφω]], [[ἐποχεύω]], [[ἐρέπτω]], [[συσκιάζω]], [[ἐμβατέω]], [[καταστεγάζω]], [[στεγάζω]], [[ἐπιστορέννυμι]], [[καταπετάννυμι]], [[ἀμφικαλύπτω]], [[ὀροφόω]], [[παλύνω]], [[καταστορέννυμι]], [[καταστόρνυμι]], [[ἐπιθόρνυμαι]], [[ἀμφιβάλλω]], [[κλύζω]], [[ἐπελαύνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
σκιάζω, περιλαμβάνω, φύρω, κατέχω, ἀναβαίνω, ἐπιβαίνω, βιβάω, κατασπείρω, προβιβάζω, ἐπαναβαίνω, πυκάζω, πυκάσδω, περιστέλλω, κρύπτω, σκεπάω, κατανίφω, ἐπινίφω, ἀμφιτίθημι, ἐπιχρίω, κατενήνοθε, περιπτύσσω, νωτίζω, χλαινόω, καταέννυμι, ῥαίνω, καταμπέχω, ἀμφιάζω, εἰλύω, κατασκιάζω, περιτήκω, καλύπτω, κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω, προκαλύπτω, ἀποστέγω, καταβυρσόω, ὀχεύω, ἀργυρόω, κατερέφω, ἐποχεύω, ἐρέπτω, συσκιάζω, ἐμβατέω, καταστεγάζω, στεγάζω, ἐπιστορέννυμι, καταπετάννυμι, ἀμφικαλύπτω, ὀροφόω, παλύνω, καταστορέννυμι, καταστόρνυμι, ἐπιθόρνυμαι, ἀμφιβάλλω, κλύζω, ἐπελαύνω