встречаться: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]] | |rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[συμπίπτω]], [[συναντιάζω]], [[συνάντομαι]], [[ἐντυγχάνω]], [[ἐγκύρω]], [[ἀντιβολέω]], [[ἄντομαι]], [[συναντάω]], [[συναβολέω]], [[συνηβολέω]], [[συντυγχάνω]], [[ἐπαντιάζω]], [[συνέρχομαι]], [[ἀντικύρω]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐμμίγνυμι]], [[συνθέω]], [[συγκατατρέχω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[συγκυρέω]], [[σύνειμι]], [[συμπίτνω]], [[συμμίγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[ἐμπίπτω]], [[ἔπειμι]], [[συνέχω]], [[νεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπικυρέω, συμπίπτω, συναντιάζω, συνάντομαι, ἐντυγχάνω, ἐγκύρω, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συναντάω, συναβολέω, συνηβολέω, συντυγχάνω, ἐπαντιάζω, συνέρχομαι, ἀντικύρω, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐμμίγνυμι, συνθέω, συγκατατρέχω, ἐφέπω, ἐπέπω, συγκυρέω, σύνειμι, συμπίτνω, συμμίγνυμι, συρρήγνυμι, ἐμπίπτω, ἔπειμι, συνέχω, νεύω