cruel: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
<b class="b2">Of persons</b>: P. and V. [[ὠμός]], [[ἄγριος]], [[ἀγνώμων]], [[δεινός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τραχύς]], Ar. and P. [[χαλεπός]], V. [[ὠμόφρων]], [[δυσάλγητος]]. | <b class="b2">Of persons</b>: P. and V. [[ὠμός]], [[ἄγριος]], [[ἀγνώμων]], [[δεινός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τραχύς]], Ar. and P. [[χαλεπός]], V. [[ὠμόφρων]], [[δυσάλγητος]]. | ||
[[merciless]]: P. [[ἀπαραίτητος]], V. [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], Ar. and V. [[ἄτεγκτος]]. | |||
<b class="b2">Of things</b>: P. and V. [[δεινός]], [[ὠμός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], Ar. and P. [[χαλεπός]]. | <b class="b2">Of things</b>: P. and V. [[δεινός]], [[ὠμός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], Ar. and P. [[χαλεπός]]. |
Revision as of 20:24, 30 November 2019
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
Of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.
Spanish > Greek
διαβριθής, ἀλλόκοτος, δριμύς, αὐθάδης, ἀσυμπαθής, ἀνελεεινός, ἀπηλεγής, ἀφιλοικτίρμων, δυσαχής, δυσηλεγής, ἀπρήϋντος, βαρύφρων, δυσηχής, δυσάκεστος, δυσέκλυτος, ἔξαλλος, ἀμαθής, ἀμείλιχος, ἀπέρωτος, δυσδαίμων, ἀθηρής, ἀνάλγητος, ἀπηνής, δυσόργητος, ἀγνώμων, δυσαλγής, αἰνόφρων, δύσερις, βαρύς, ἀσυμπάθητος, δυσπενθής, ἄστοργος, ἄτεγκτος, δυσανάλγητος, ἀνηλεγής, ἀλίμενος, ἄσπλαγχνος, ἀζαλέος