ἰχθυηρός: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichthyiros | |Transliteration C=ichthyiros | ||
|Beta Code=i)xquhro/s | |Beta Code=i)xquhro/s | ||
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">fishy, scaly</b>, i.e. <b class="b2">foul, dirty</b>, πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing <b class="b2">of the fish kind</b>, <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the | |Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">fishy, scaly</b>, i.e. <b class="b2">foul, dirty</b>, πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing <b class="b2">of the fish kind</b>, <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the [[fish]]-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, <b class="b2">tax on fish</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> ([[a]]) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 29 June 2020
English (LSJ)
ά, όν, (ἰχθῦς)
A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.
Greek Monolingual
ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, οδυν-ηρός)].
Greek Monotonic
ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυηρός:
1) рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2) рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).