μερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merikos
|Transliteration C=merikos
|Beta Code=meriko/s
|Beta Code=meriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις <span class="bibl">Cleom.2.6</span>, al.; <b class="b2">minutely subdivided</b>, <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι</b>] <span class="bibl">Id.1.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">particular, individual, special</b>, Aristipp. ap. <span class="bibl">D.L.2.87</span>, Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1055.16, Hero <b class="b2">*Deff</b>.136.11 (Comp.), <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>148c</span>, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>109</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>397</span>; μ. καὶ θνητὸν ζῷον <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 24p.474M.</span> Adv. -κῶς Gal.16.411, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, etc.; opp. <b class="b3">καθολικῶς</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>123.1</span>: Comp. -ώτερον ib.<span class="bibl">138.9</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις <span class="bibl">Cleom.2.6</span>, al.; <b class="b2">minutely subdivided</b>, <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι</b>] <span class="bibl">Id.1.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[particular]], [[individual]], [[special]], Aristipp. ap. <span class="bibl">D.L.2.87</span>, Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1055.16, Hero <b class="b2">*Deff</b>.136.11 (Comp.), <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>148c</span>, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>109</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>397</span>; μ. καὶ θνητὸν ζῷον <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 24p.474M.</span> Adv. -κῶς Gal.16.411, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, etc.; opp. <b class="b3">καθολικῶς</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>123.1</span>: Comp. -ώτερον ib.<span class="bibl">138.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῐκός Medium diacritics: μερικός Low diacritics: μερικός Capitals: ΜΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: merikós Transliteration B: merikos Transliteration C: merikos Beta Code: meriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A partial, ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; minutely subdivided, ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι] Id.1.11.    II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal.148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst.109, cf. Dam.Pr.397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.in CA 24p.474M. Adv. -κῶς Gal.16.411, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: Comp. -ώτερον ib.138.9.

German (Pape)

[Seite 134] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐκός: -ή, -όν, ὁ εἰς μέρος ἀνήκων, κεχωρισμένος, ἰδιαίτερος, Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87. - Ἐπίρρ. μερικῶς Εὐστ. 48, 31, συγκρ. μερικώτερον Α. Β. 538. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) μέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)
2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)
νεοελλ.
φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα
νεοελλ.-μσν.
1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια
2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)
β) λίγοι, λιγοστοί
μσν.
1. ορισμένος
2. λίγος
3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός
4. αρκετός, κάμποσος
5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)
6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»
7. μοναδικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόν
η επιμέρους εξέταση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.
επίρρ...
μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)
από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώς
νεοελλ.
περιορισμένα, ανεπαρκώς
μσν.
1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα
2. λεπτομερώς.

Russian (Dvoretsky)

μερῐκός: частичный Diog. L.