συναγερμός: Difference between revisions

From LSJ
(39)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagermos
|Transliteration C=synagermos
|Beta Code=sunagermo/s
|Beta Code=sunagermo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gathering together, assembling</b>, <span class="bibl">Poll.3.129</span>, <span class="bibl">9.142</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>108</span>,<span class="bibl">401</span>; ὁ λογισμὸς σ. μνήμης Porph. ap. Stob.1.49.54.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gathering together]], [[assembling]], <span class="bibl">Poll.3.129</span>, <span class="bibl">9.142</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>108</span>,<span class="bibl">401</span>; ὁ λογισμὸς σ. μνήμης Porph. ap. Stob.1.49.54.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναγερμός Medium diacritics: συναγερμός Low diacritics: συναγερμός Capitals: ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ
Transliteration A: synagermós Transliteration B: synagermos Transliteration C: synagermos Beta Code: sunagermo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gathering together, assembling, Poll.3.129, 9.142, Dam.Pr.108,401; ὁ λογισμὸς σ. μνήμης Porph. ap. Stob.1.49.54.

German (Pape)

[Seite 995] ὁ, Sammlung, Poll. 3, 129.

Greek (Liddell-Scott)

συναγερμός: -οῦ, ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν, συναθροισμός, συνάθροισις, Πολυδ. Γϳ, 129., Θϳ, 142· ὁ λογισμὸς σ. τῆς μνήμης Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1036.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α συναγείρω
συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.)
νεοελλ.
1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους
2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο
3.στρ. η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγερση μονάδας, η ανάληψη τών όπλων και η θέση σε κατάσταση ετοιμότητας για δράση με σκοπό την απόκρουση αιφνίδιας εχθρικής επιδρομής
4. η σε έκτακτη ανάγκη αιφνίδια σύναξη της πυροσβεστικής και η προετοιμασία για δράση
5. συσκευή που τοποθετείται σε οίκημα ή σε όχημα με την οποία δίνεται προειδοποιητικό σήμα κινδύνου
6. βιολ. πρόσκαιρη αντίδραση ζώου σε απόκριση της άμεσης παρουσίας κινδύνου για το ίδιο ή τους συντρόφους του
7. φρ. «αντίδραση συναγερμού»
ιατρ. το πρώτο στάδιο του συνδρόμου προσαρμογής.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α συναγείρω
συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.)
νεοελλ.
1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους
2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο
3.στρ. η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγερση μονάδας, η ανάληψη τών όπλων και η θέση σε κατάσταση ετοιμότητας για δράση με σκοπό την απόκρουση αιφνίδιας εχθρικής επιδρομής
4. η σε έκτακτη ανάγκη αιφνίδια σύναξη της πυροσβεστικής και η προετοιμασία για δράση
5. συσκευή που τοποθετείται σε οίκημα ή σε όχημα με την οποία δίνεται προειδοποιητικό σήμα κινδύνου
6. βιολ. πρόσκαιρη αντίδραση ζώου σε απόκριση της άμεσης παρουσίας κινδύνου για το ίδιο ή τους συντρόφους του
7. φρ. «αντίδραση συναγερμού»
ιατρ. το πρώτο στάδιο του συνδρόμου προσαρμογής.