ἠχέτης: Difference between revisions
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichetis | |Transliteration C=ichetis | ||
|Beta Code=h)xe/ths | |Beta Code=h)xe/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">clear-sounding, musical, shrill</b>, δόναξ ἀχέτας <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>575</span> (lyr.); κύκνος <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>151</span> (lyr.); epith. of the cicada, [[chirping]], ἠχέτα τέττιξ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>582</span>, <span class="title">AP</span> 7.201 (Pamphil.); <b class="b3">ἀχέτατ</b>. ib.<span class="bibl">213</span> (Arch.): abs., <b class="b3">ἀχέτας, ὁ</b>, | |Definition=ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">clear-sounding, musical, shrill</b>, δόναξ ἀχέτας <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>575</span> (lyr.); κύκνος <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>151</span> (lyr.); epith. of the cicada, [[chirping]], ἠχέτα τέττιξ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>582</span>, <span class="title">AP</span> 7.201 (Pamphil.); <b class="b3">ἀχέτατ</b>. ib.<span class="bibl">213</span> (Arch.): abs., <b class="b3">ἀχέτας, ὁ</b>, [[the chirper]], i.e. <b class="b2">the male cicada</b>, <span class="bibl">Anan.5.6</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1159</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>1095</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>532b16</span>,<span class="bibl">556a20</span>: <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>1250</span> has Ep.acc. <b class="b3">ἠχέτα πορθμόν</b> the [[sounding]] strait.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:17, 1 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω)
A clear-sounding, musical, shrill, δόναξ ἀχέτας A.Pr.575 (lyr.); κύκνος E.El.151 (lyr.); epith. of the cicada, chirping, ἠχέτα τέττιξ Hes.Op.582, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib.213 (Arch.): abs., ἀχέτας, ὁ, the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar.Pax1159 (lyr.), Av.1095 (lyr.), cf. Arist.HA532b16,556a20: Orph.A.1250 has Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait.
German (Pape)
[Seite 1180] ὁ, laut, hell tönend, nur in der Form ἀχέτας, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχέτης: -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω)· - καθαρῶς ἠχῶν, εὔηχος, ὀξύφωνος, Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· δόναξ ἀχέτας Αἰσχύλ. Πρ. 575· κύκνος Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα τέττιξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. αὐτόθι 213· καὶ ἀπολ., ἀχέτας, ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην τέττιξ, Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
sonore ; abs. ὁ ἀχέτας dor. « l’insecte sonore », la cigale.
Étymologie: ἠχέω.
Syn. ἀκανθίας, βάβαξ, λακέτας, τέττιξ.
Greek Monolingual
ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώ (ή ηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].
Greek Monotonic
ἠχέτης: -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω), αυτός που ακούγεται καθαρά, εύηχος, οξύφωνος, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το τζιτζίκι, το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., ἀχέτας, ὁ, το αρσενικό τζιτζίκι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἠχέτης: ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m
1) громко поющий (Λίνος Pind.; κύκνος Eur.);
2) певучий, звонкий (δόναξ Aesch.).
дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.
Middle Liddell
ἠχέτης, ου, ἠχέω
clear-sounding, musical, Aesch., Eur.:—of the grasshopper, chirping, Hes., Anth.; and ἀχέτας, ου, alone, the chirper, the grasshopper, Ar.