ἀμαθύνω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amathyno | |Transliteration C=amathyno | ||
|Beta Code=a)maqu/nw | |Beta Code=a)maqu/nw | ||
|Definition=(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in <span class="bibl">Q.S.14.645</span>) aor.:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">level with the dust, utterly destroy</b>, πόλιν <span class="bibl">Il.9.593</span>; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>937</span> (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα <span class="bibl">Theoc.2.26</span>:—Pass., <span class="bibl">Q.S.2.334</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in <span class="bibl">Q.S.14.645</span>) aor.:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">level with the dust, utterly destroy</b>, πόλιν <span class="bibl">Il.9.593</span>; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>937</span> (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα <span class="bibl">Theoc.2.26</span>:—Pass., <span class="bibl">Q.S.2.334</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[scatter like sand]], h.Merc.140.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:26, 1 July 2020
English (LSJ)
(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—
A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334. 2 scatter like sand, h.Merc.140.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.
English (Autenrieth)
(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
•destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
•en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.
Greek Monolingual
ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.
Greek Monotonic
ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος), μόνο στον ενεστ. και παρατ.
1. κάνω κάτι ισόπεδο με την άμμο, καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. εξαλείφω, εξομαλύνω, κόνιν, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰθύνω: (ᾰμ)
1) обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);
2) покрывать пылью (χαίτην Anth.);
3) разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).
Middle Liddell
ἄμαθος only in pres. and imperf.]
1. to level with the sand, utterly destroy, Il., Aesch.
2. to spread smooth, level, κόνιν h. Hom.