ἐξωμοσία: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksomosia | |Transliteration C=eksomosia | ||
|Beta Code=e)cwmosi/a | |Beta Code=e)cwmosi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[denial on oath that one knows anything]] of a matter, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>34.1</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[denial on oath that one knows anything]] of a matter, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>34.1</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[declining an office]], <span class="bibl">D.19.129</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[vow]], Al.<span class="title">Le.</span>22.18.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A denial on oath that one knows anything of a matter, Ar.Ec.1026, PEleph.34.1 (iii B. C.). II declining an office, D.19.129. III vow, Al.Le.22.18.
German (Pape)
[Seite 891] ἡ (vgl. ἐξόμνυμι), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεθ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωμοσία: ἡ, ἔνορκος διαβεβαίωσις ὅτι δὲν γινώσκει τίς τι, «ἄρνησις μεθ’ ὅρκου» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026, Δημ. 1119. 26. ΙΙ. τὸ μὴ δέχεσθαι δημοσίαν τινὰ ὑπηρεσίαν ἕνεκα ἀρρωστίας ἢ ἄλλης αἰτίας, Δημ. 381. 1. Κατὰ τὰ Α. Β. 409. 15, «ἐξωμοσία δὲ ἄρνησις σὺν ὅρκῳ ὡς ἀδυνατοῦντος ἢ παρὰ καιρὸν ὄντος λειτουργεῖν». - Καθ’ Ἁρποκρ. «τὸ μεθ’ ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἢ τινα ἑτέραν πρόφασιν, ὡς δῆλον ποιεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας». 2) «ἐξωμοσία· ὅταν τις φάσκῃ ἢ ὑπὲρ ἑαυτοῦ ἢ ὑπὲρ ἑτέρου ἐγκαλούμενος μὴ δεῖν εἰσάγεσθαι δίκην, εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν οὐκ εἰσαγώγιμος ἡ δίκη, εἰ δοκεῖ κατὰ λόγον ἀξιοῦν, ἐδίδοτο αὐτῷ ἐξωμοσίᾳ χρῆσθαι καὶ οὕτω διεγράφετο ἡ δίκη» Σουΐδ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 déclaration sous serment qu’on ne sait rien d’une affaire;
2 action de décliner une charge, refus de service.
Étymologie: ἐξόμνυμι.
Greek Monolingual
η (AM ἐξωμοσία)
νεοελλ.
η απάρνηση της πίστης ή τών πεποιθήσεων, η αρνησιθρησκία
αρχ.-μσν.
1. όρκος
2. ένορκη διαβεβαίωση
αρχ.
όρκος ότι δεν μπορεί κάποιος να δεχθεί αρχή ή να χορηγήσει «λειτουργία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ωμοσία < -ωμότης < -ωμο, εκτεταμένη βαθμίδα του ρ. όμνυμι, + -της].
Greek Monotonic
ἐξωμοσία: ἡ (ἐξόμνυμι),
I. ένορκη διαβεβαίωση ότι κάποιος δεν γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι, σε Αριστοφ., Δημ.
II. ένορκη άρνηση αξιώματος, σε περίπτωση ασθένειας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωμοσία: ἡ
1) клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.;
2) клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut.
Middle Liddell
ἐξωμοσία, ἡ, ἐξόμνυμι
I. denial on oath that one knows anything of a matter, Ar., Dem.
II. a declining an office on oath, in case of ill health, Dem.