σόφισμα: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sofisma | |Transliteration C=sofisma | ||
|Beta Code=so/fisma | |Beta Code=so/fisma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[acquired skill]], [[method]], in medicine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>41</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[acquired skill]], [[method]], in medicine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>41</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[clever device]], [[ingenious contrivance]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.17</span> (pl.); σ. μηχανᾶσθαι <span class="bibl">Hdt.3.85</span>; <b class="b3">σ. καὶ μηχαναί</b> ib.<span class="bibl">152</span>; ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>459</span>; <b class="b3">οὐκ ἔχω σ. ὅτῳ . . πημονῆς ἀπαλλαγῶ</b> ib.<span class="bibl">470</span>; <b class="b3">μὴ . . κἀκχέω τὸ πᾶν σ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>14</span>; <b class="b3">τὸ Θεσσαλὸν σ</b>. [[a trick]] in fighting, v. [[Θεσσαλός; πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς]] <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>972</span>; <b class="b3">τέχναι . . καὶ σ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>160</span>; τὸ γὰρ σ. δημοτικόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>205</span>; πρὸς μὲν Σωκράτη . . τὸ σ. μοι οὐδέν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Smp.</span>214a</span>; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου <span class="bibl">Id.<span class="title">La.</span>183d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in less good sense, [[sly trick]], [[artifice]], δίκην δοῦναι σ. κακῶν <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>489</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Hec.</span>258</span>; <b class="b3">ἐφ' ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σ</b>. <span class="bibl">Th.6.77</span>, cf. <span class="bibl">D.35.2</span>; <b class="b2">stage-trick, claptrap</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>17</span>, <span class="bibl">872</span>, <span class="bibl">1104</span>; of [[tricks]] in government, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1297a35</span>, <span class="bibl">1308a2</span>; in cookery, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>1.23</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[captious argument]], [[quibble]], [[sophism]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>496a</span>, <span class="bibl">D.25.18</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>28.9</span>, etc.; <b class="b3">περὶ σοφισμάτων</b>, title of work by Chrysippus; σ. τῆς ῥητορικῆς Longin.17.2; opp. a true logical argument (φιλοσόφημα, ἐπιχείρημα), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>162a16</span>:— Ar. calls a person <b class="b3">σόφισμ' ὅλον</b>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>431</span>, cf.<span class="bibl">Ath.1.11b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:19, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A acquired skill, method, in medicine, Hp.Loc.Hom.41. II clever device, ingenious contrivance, Pi.O.13.17 (pl.); σ. μηχανᾶσθαι Hdt.3.85; σ. καὶ μηχαναί ib.152; ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr.459; οὐκ ἔχω σ. ὅτῳ . . πημονῆς ἀπαλλαγῶ ib.470; μὴ . . κἀκχέω τὸ πᾶν σ. S.Ph.14; τὸ Θεσσαλὸν σ. a trick in fighting, v. Θεσσαλός; πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς E.Fr.972; τέχναι . . καὶ σ. Ar.Pl.160; τὸ γὰρ σ. δημοτικόν Id.Nu.205; πρὸς μὲν Σωκράτη . . τὸ σ. μοι οὐδέν Pl. Smp.214a; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου Id.La.183d. 2 in less good sense, sly trick, artifice, δίκην δοῦναι σ. κακῶν E.Ba.489, cf. Hec.258; ἐφ' ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σ. Th.6.77, cf. D.35.2; stage-trick, claptrap, Ar.Ra.17, 872, 1104; of tricks in government, Arist.Pol.1297a35, 1308a2; in cookery, X.Hier.1.23 (pl.). 3 captious argument, quibble, sophism, Pl.R.496a, D.25.18, Epicur.Nat.28.9, etc.; περὶ σοφισμάτων, title of work by Chrysippus; σ. τῆς ῥητορικῆς Longin.17.2; opp. a true logical argument (φιλοσόφημα, ἐπιχείρημα), Arist.Top.162a16:— Ar. calls a person σόφισμ' ὅλον, Av.431, cf.Ath.1.11b.
German (Pape)
[Seite 914] τό, alles geschickt, sein, klug, listig Erfundene, kluger, listiger Gedanke; ἀρχαῖα σοφίσματα, Pind. Ol. 13, 17; ἀριθμὸν έξοχον σοφισμάτων ἐξεῦρον αὐτοῖς, Aesch. Prom. 457; οὐκ ἔχω σόφισμ' ὅτῳ τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ, 468; μὲ κἀκχέω τὸ πᾶν σόφισμα, Soph. Phil. 14; Eur. oft, wie Ar. Nubb. 206 Ran. 17. 871; Her. 3, 85. 152; Plat. Conv. 214 a Rep. VI, 496 a; Thuc. 6, 77; von ausgesuchter Zubereitung der Speisen, Xen. Hier. 1, 23; σοφίσματα καὶ παραγραφάς, καὶ προφάσεις εὑρίσκουσιν ἀντὶ τοῦ ἀποδοῦναι, sie machen Ausreden, Winkelzüge, Dem. 35, 2, vgl. 25, 18; u. so bes. von verfänglichen Fragen und Redekünsteleien, deren sich die Sophisten zur Ueberredung und Täuschung zu bedienen pflegten, Sophisma, vgl. Arist. top. 8, 11 u. S. Emp. pyrrh. 2, 229 ff; Plut Alex. 74.
Greek (Liddell-Scott)
σόφισμα: τό, πᾶσα εὐφυής, δεξιὰ πρᾶξις· ἡ μετὰ δεξιότητος παρασκευὴ τῆς τροφῆς, Ξεν. Ἱερ. 1. 23. ΙΙ. εὐφυὲς ἐπινόημα, τέχνασμα εὐφυὲς, ἐφεύρεσις, Πινδ. Ο. 13. 24· σ. μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 3. 85· καὶ μηχαναὶ αὐτόθι 152· ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· σ. ὅτῳ.. πημονῆς ἀπαλλαγῶ αὐτόθι 470· μὴ κἀκχέω τὸ πᾶν σ. Σοφ. Φιλ. 14· τὸ Θεσσαλὸν σ., τέχνασμα ἐν τῇ μάχῃ, ἴδε Θεσσαλός· πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς Εὐρ. Ἀποσπ. 925· τέχναι.. καὶ σ. Ἀριστοφ. Πλ. 161· τὸ γάρ σ. δημοτικὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· πρὸς μὲν Σωκράτη… τὸ σ. μοι οὐδὲν Πλάτ. Συμπ. 214Α· τὸ τοῦ δρεπάνου σ. ὁ αὐτ. Λάχ. 183D. 2) ἐπὶ σημασίας ἧττον καλῆς, πανοῦργον τέχνασμα, ἐπινόημα, δίκην δοῦναι σ. κακῶν Εὐρ. Βάκχ. 489, πρβλ. Ἑκάβ. 258· ἐφ’ ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σ. Θουκ. 6. 77, πρβλ. Δημ. 924. 2· τέχνασμα ὑποκριτοῦ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἢ τοῦ ποιητοῦ ὅπως ἐπευφημηθῇ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 17,πρβλ. 872, 1104· ἐπὶ τεχνασμάτων ἐν τῇ κυβερνήσει, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 4., 6. 8, 12. 3) ἐπιχείρημα ψευδὲς ἢ ἐσφαλμένον λογικῶς, οἷα οἱ Σοφισταὶ μετεχειρίζοντο, παραλογισμός, σόφισμα, Πλάτ. Πολ. 496Α, Δημ. 775. 6, Ἀριστ., κτλ.· σ. ὀλιγαρχικὰ ὁ ἀυτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 5, πρβλ. 5. 8, 4· σ. τῆς ῥητορικῆς Λογγῖν. 17. 2· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀληθὲς λογικὸν συμπέρασμα, (φιλοσόφημα, ἐπιχείρημα), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· - ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τινα σόφισμ’ ὅλον, Ὄρν. 431, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 11Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 habileté, adresse;
2 invention ingénieuse, expédient ; en mauv. part artifice, ruse, intrigue ; traquenard;
3 sophisme.
Étymologie: σοφίζω.
English (Slater)
σόφισμα
1 invention πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίαμαθ (O. 13.17)
Greek Monolingual
το, ΝΑ
1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.)
2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε παράλογο αλλά δύσκολα αντικρουόμενο συμπέρασμα και αποσκοπεί στην πρόκληση σύγχυσης στον συνομιλητή («ἆρ' οὐχ ὡς ἀληθῶς προσήκοντα ἀκοῡσαι σοφίσματα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (στην ιατρική) ικανότητα ή μέθοδος που αποκτήθηκε με μελέτη
2. τέχνασμα ποιητή ή υποκριτή πάνω στην σκηνή, που γίνεται για να τον επευφημήσουν
3. παρασκευή φαγητού με δεξιότητα, με τέχνη
4. πανούργο τέχνασμα, πονηριά («δίκην σε δοῡναι δεῑ σοφισμάτων κακών», Ευρ.)
5. φρ. «Περί σοφισμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. της λ. βλ. λ. σοφίζομαι].
Greek Monotonic
σόφισμα: -ατος, τό,
I. κάθε επιδέξια πράξη, επιδέξια προετοιμασία φαγητού, σε Ξεν.
II. 1. ευφυής επινόηση, το εφεύρημα, η επινόηση, το τέχνασμα, σε Ηρόδ., Τραγ.
2. με λιγότερο θετική σημασία, πανούργο τέχνασμα, πανουργία, πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό τέχνασμα που αποβλέπει στο χειροκρότημα, σε Αριστοφ.
3. στρεψόδικο επιχείρημα, απατηλό ρητορικό τέχνασμα, γριφώδης λόγος, λεπτολογία, απάτη, σόφισμα, σοφιστεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
σόφισμα: ατος τό тж. pl.
1) мастерство, умение, искусство Xen.: ἀριθμός, ἔξοχος σοφισμάτων Aesch. счисление, важнейшее из искусств;
2) уловка, затея, выдумка, прием, способ (σοφίσματα καὶ μηχαναί Her.): σ., ὅτῳ τῆς πημονῆς ἀπαλλαγῶ Aesch. средство, которым я мог бы спасти себя от беды; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου πρὸς τῇ λόγχῃ Plat. мысль приделать серп к копью; δίκην δοῦναι σοφισμάτων κακῶν Eur. поплатиться за преступные замыслы;
3) лог. хитрая уловка, ложное умозаключение, софизм Plat., Dem.: σ. ἔσται, οὔκ ἀπόδειξις Arst. это будет софизм, а не доказательство.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σόφισμα -ατος, τό techniek. Hp. slimmigheid slimme vondst, listigheid, truc:; πρὸς Σωκράτη … τὸ σόφισμά μοι οὐδέν tegen Socrates haalt mijn slimme truc niets uit Plat. Smp. 214a; ὀλιγαρχικά σοφίσματα τῆς νομοθεσίας oligarchische listigheden in de wetgeving Aristot. Pol. 1297a; overdr. van een persoon. σόφισμα … ὅλον de listigheid zelve Aristoph. Av. 431. filos. bedrieglijke redenering, drogreden, sofisme.
Middle Liddell
σόφισμα, ατος, τό, [from σοφίζω
I. any skilful act, the skilful dressing of food, Xen.
II. a clever device, contrivance, Hdt., Trag.
2. in less good sense, a sly trick, artifice, Eur., Thuc.; a stage-trick, claptrap, Ar.
3. a captious argument, a quibble, fallacy, sophism, Plat., etc.