ἐπάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(3)<br />'''原文字根''':在上-向下-咒罵的 相當於: ([[אָרַר]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':被咒詛的;由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[καταράομαι]])=咒罵)組成;其中 ([[καταράομαι]])出自([[κατάρα]])=咒詛),而 ([[κατάρα]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἀρά]])*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)<br />'''出現次數''':總共(2);加(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;<br />2) 是被咒詛的(1) 加3:10
|sngr='''原文音譯''':™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(3)<br />'''原文字根''':在上-向下-咒罵的 相當於: ([[אָרַר]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':被咒詛的;由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[καταράομαι]])=咒罵)組成;其中 ([[καταράομαι]])出自([[κατάρα]])=咒詛),而 ([[κατάρα]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἀρά]])*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)<br />'''出現次數''':總共(2);加(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;<br />2) 是被咒詛的(1) 加3:10
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[under a curse]]
}}
}}

Revision as of 14:27, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρᾱτος Medium diacritics: ἐπάρατος Low diacritics: επάρατος Capitals: ΕΠΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: epáratos Transliteration B: eparatos Transliteration C: eparatos Beta Code: e)pa/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, (ἐπαράομαι)

   A accursed, laid under a curse, ἐ. ποιεῖσθαι Th.8.97; ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν which it was accursed to inhabit, Id.2.17; τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην [γενέσθαι] Pl.Lg.877a; of persons, Arist.(?) Fr.148, Ev.Jo.7.49, J.AJ6.6.3: Sup., γενεά Ph.1.516; used in imprecations on those who violated graves, CIG2824 (Aphrodisias), etc.

German (Pape)

[Seite 904] verwünscht, verflucht, τύχη καὶ συμφορά Plat. Legg. IX, 877 a; ὃ καὶ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, es war ein Fluch darauf gesetzt, daß Keiner da wohnen sollte, Thuc. 2, 17; ἐπάρατον ἐποιήσατο, = ἐπηράσατο, 8, 97 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρᾱτος: -ον, (ἐπαράομαι) κατάρατος, ἐπικατάρατος, ἀρᾷ ἐνεχόμενος, ἐπ. τινα ποιεῖσθαι Θουκ. 8. 97· ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, περὶ τοῦ Πελασγικοῦ, περὶ οὗ ὑπῆρχε κατάρα νὰ μὴ τὸ κατοικήσῃ τις, ὁ αὐτὸς 2. 17· τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην γενέσθαι Πλάτ. Νόμοι 877Α· ἐπὶ καταρῶν κατὰ τῶν τυμβωρύχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824, 2826, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maudit : ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν THC qu’il était interdit d’habiter sous peine de malédiction.
Étymologie: ἐπί, ἀράομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπάρατος, -ον)
νεοελλ.
απαίσιος, φοβερός, μισητός
(«η επάρατη κατοχή»)
αρχ.-μσν.
επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ.
«τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρατος (< αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»)].

Greek Monotonic

ἐπάρᾱτος: -ον (ἐπαράομαι), καταραμένος, αυτός που έχει τεθεί κάτω από κατάρα, σε Θουκ.· ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, υπήρχε κατάρα εναντίον της εγκατάστασής του, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρᾱτος: (ᾰρ) подвергнутый проклятию, проклятый Plat., Arst.: ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν Thuc. (Пеласгикон), обитать в котором было запрещено под страхом проклятия.

Middle Liddell

ἐπάρᾱτος, ον ἐπαράομαι
accursed, laid under a curse, Thuc.; ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν there was an imprecation against inhabiting it, Thuc.

Chinese

原文音譯:™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在上-向下-咒罵的 相當於: (אָרַר‎)
字義溯源:被咒詛的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καταράομαι)=咒罵)組成;其中 (καταράομαι)出自(κατάρα)=咒詛),而 (κατάρα)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀρά)*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)
出現次數:總共(2);加(2)
譯字彙編
1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;
2) 是被咒詛的(1) 加3:10

English (Woodhouse)

under a curse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)