ἄνοδος: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=1 [α <i>privat.</i>,., [[ὁδός]]<br />having no [[road]], [[impassable]], Eur., Xen. <br />2 [ἀνά, [[ὁδός]]<br />a way up, as to the [[Acropolis]], Hdt.:— a [[journey]] [[inland]], esp. [[into]] Central [[Asia]], Hdt., Xen. | |mdlsjtxt=1 [α <i>privat.</i>,., [[ὁδός]]<br />having no [[road]], [[impassable]], Eur., Xen. <br />2 [ἀνά, [[ὁδός]]<br />a way up, as to the [[Acropolis]], Hdt.:— a [[journey]] [[inland]], esp. [[into]] Central [[Asia]], Hdt., Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[journey up country]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 4 July 2020
English (LSJ)
(A), ον,
A having no way or road, impassable, ὁδοὶ ἄ. E.IT 889 (lyr.); opp. εὔοδος, X.An.4.8.10.
ἄνοδος (B), ἡ,
A way up, e.g. to the Acropolis at Athens, Hdt.8.53; τὴν ἄ. οἰκοδομήσασα CIG1948 (incert. loc.): metaph., ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄ. Pl.R.517b, cf. Phld.D.1.6. b journey inland, esp. into Central Asia, like ἀνάβασις, τριῶν μηνῶν ἄ. Hdt. 5.50; ἄ. παρὰ βασιλέα ib.51, cf. X.An.2.1.1. 2 rising, τοῦ ὑγροῦ Arist.Mete.355a6; rising of a star, κατηλυσίη τ' ἄνοδός τε Arat.536; slope of a hill, Plb.5.24.4. II the first (or second) day of the Thesmophoria, Alciphr.3.39, cf. Sch.Ar.Th.86, Hsch. III ascent of the soul to its original source, Hierocl.in CA24p.471M. IV Math., increasing progression, Theol.Ar.58.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ, der Aufgang, Weg nach oben, Plat. Rep. VII, 517 b; der Weg zur Burg hinauf, Her. 8, 53; Herod. 7, 10, 9. Bes. Weg, Zug in's Innere des Landes, Her. 5, 50; Xen. An. 2, 1, 1. Auch Rückzug, Suid. unwegsam, δίοδος Eur. I. T. 888; Xen. An. 4, 8, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοδος: -ον, μὴ ἔχων ὁδόν, ἀδιάβατος, ἄβατος, ὁδοὶ ἄν. Εὐρ. Ι. Τ. 889· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ εὔοδος, τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον, τῇ δὲ εὔοδον εὑρήσομεν τὸ ὄρος Ξεν. Ἀν. 4. 8., 10.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
sans routes, impraticable.
Étymologie: ἀ, ὁδός.
2ου (ἡ) :
1 chemin d’accès à une hauteur (montagne, colline);
2 expédition dans l’intérieur d’un pays.
Étymologie: ἀνά, ὁδός.
Syn. ἀνάβασις.
Spanish (DGE)
-ον
que no es camino, que es mal camino ὁδοὶ ἄ. caminos que no son caminos E.IT 889, op. εὔοδος X.An.4.8.10. < ἄνοδος ἀνόδους > ἄνοδος, -ου, ἡ
I 1abstr. subida, adentramiento esp. hacia Persia τριῶν μηνῶν ... ἄ. Hdt.5.50, παρὰ βασιλέα Hdt.5.51, ἐν τῇ ἀνόδῳ X.An.2.1.1
•ascensión τοῦ ὑγροῦ hasta el sol, Arist.Mete.355a6
•fig. τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄ. Pl.R.517b, ἡ ἐπὶ τὸ κοινὸν ... ἄ. Phld.D.1.6, op. κάθοδος Hierocl.in CA 24.4
•de Cristo, Eus.E.Th.3.5.
2 salida de un astro κατηλυσίη τ' ἄνοδός τε Arat.536.
3 Ánodo el primero (o segundo) día de las Tesmoforias, bien por la subida de las mujeres al Tesmoforion o -cosa menos prob.- porque conmemoraba la subida de Perséfona desde el otro mundo, Alciphr.2.37.2, Sch.Ar.Th.80, Hsch.
•de la subida de un dios a la tierra, Sud.s.u. Προχαριστήρια.
4 visita oficial, PLeit.12.10 (III d.C.).
II jur. apelación ἀποφράττειν αὐτοῖς τὴν δεῦρο ἄνοδον POxy.2104.10 (III d.C.) en BL 2.2.104.
III concr. subida, cuesta de la Acrópolis ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου Hdt.8.53
•falda de una colina, Plb.5.24.4 (var.)
•escalera, PLond.1023.21 (V/VI d.C.), SB 7340.14 (VI d.C.).
IV mat. progresión, Theol.Ar.58.
Greek Monolingual
(I)
άνοδος, -ον (Α)
ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα.
(II)
η (AM ἄνοδος)
1. ανάβαση σ' έναν τόπο, πορεία προς τα άνω («ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδος»
Πλάτων)
2. η ανύψωση της στάθμης ενός υγρού
νεοελλ.
1. (για τη θερμοκρασία ή τις τιμές) ύψωση, ανέβασμα
2. πρόοδος, βελτίωση
3. ανάρρηση σε θρόνο ή σε κάποιο υψηλό αξίωμα
αρχ.
1. πορεία από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας («ἄνοδος παρὰ βασιλέα» — πρβλ. «Κύρου ἀνάβασις» Ξεν.)
3. ανηφοριά, πλαγιά ενός υψώματος.
Greek Monotonic
ἄνοδος: ἡ (ἀνά, ὁδός), δρόμος προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· ταξίδι στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.
• ἄνοδος: -ον (ἀν- στερητικό ὁδός), αυτός που δεν έχει δρόμο, αδιέξοδος, απροσπέλαστος, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοδος: [ἀ-] бездорожный, непроходимый (ὁδός Eur.; ὄρος Xen.).
II ἡ ἀνά I]
1) дорога вверх, подъем Her., Plat., Polyb., Plut.;
2) восхождение, поднятие (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
3) поход (поездка, путешествие) вглубь страны Her., Xen.;
4) возвращение Diog. L.
Middle Liddell
1 [α privat.,., ὁδός
having no road, impassable, Eur., Xen.
2 [ἀνά, ὁδός
a way up, as to the Acropolis, Hdt.:— a journey inland, esp. into Central Asia, Hdt., Xen.