ἄνανδρος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> = [[ἄνευ]] [[ἀνδρός]] [[husbandless]], Trag.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἄνευ]] [[ἀνδρῶν]], without men, Trag.<br /><b class="num">II.</b> [[wanting]] in [[manhood]], [[unmanly]], Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον = [[ἀνανδρία]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> = [[ἄνευ]] [[ἀνδρός]] [[husbandless]], Trag.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἄνευ]] [[ἀνδρῶν]], without men, Trag.<br /><b class="num">II.</b> [[wanting]] in [[manhood]], [[unmanly]], Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον = [[ἀνανδρία]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[effeminate]], [[empty of men]], [[of woman]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 4 July 2020
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ): I = ἄνευ ἀνδρός, husbandless, of virgins and widows, A.Supp.287, Pers.289 (lyr.), S.OT1506, etc., and in Prose, as Hp.Mul.1.4, Pl.Lg.930c. 2 = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, χρήματα ἄνανδρα A.Pers.166; πόλις S.OC939; ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (a prolepsis, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) A.Pers.298. II wanting in manhood, cowardly, Hdt.4.142, Pl.Grg.522e, al.; τὸ ἄ., = ἀνανδρία, Th.3.82. 2 of things, unworthy of a man, δίαιτα Pl.Phdr.239d. 3 Adv. -δρως, opp. ἀνδρικῶς, Antipho 2.1.8, Pl.Tht.177b.
German (Pape)
[Seite 199] 1) ohne Ehemann, von Jungfrauen, wie von Wittwen, Aesch. Pers. 281; Ἀμαζόνες Suppl. 284; Soph. O. R. 1506; in Prosa, Plat. Legg. XI, 937 a; Plut. Rom. 29. – 2) ohne Männer, männerarm, χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. Pers. 162; πόλις Soph. O. R. 943. – 3) am häufigsten in Prosa, unmännlich, feig, weibisch, ἁπαλὴ καὶ ἄν. δίαιτα Plat. Phaedr. 239 c; ἀνανδρότατος, neben κάκιστος Her. 4, 142; Dem. 59, 12. – Adv., ἀνάνδρως διακεῖσθαι Isocr. 4, 184; ἔχειν πρὸς τοὺς ἐχθρούς 4, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνανδρος: -ον, (ἀνήρ). Ι. = ἄνευ ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = ἄνευ ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· πόλις Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (πρόληψις, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ ἀνδρεῖος, δειλός, Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ ἀνανδρία, Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνάρμοστος εἰς ἄνδρα, δίαιτα Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d’un homme;
II. au fém. sans mari, càd :
1 qui n’a pas encore d’époux;
2 qui n’a plus d’époux, veuve;
3 qui vit sans époux;
III. sans hommes, dépourvu d’hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, litt. sans homme.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.
Syn. II. χήρα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1falto de virilidad, impotentede un eunuco, Pall.V.Chrys.15(M.47.52).
2 que no se comporta como marido, que no es realmente marido Ἰωσὴφ ἄ. ἀνὴρ τῆς Μαρίας Epiph.Const.Hom.M.43.444A.
II falto de hombría, cobarde de un ciervo, Archil.53, de hombres (Ἴωνας ἐλευθέρους) ἀνανδροτάτους κρίνουσι εἶναι Hdt.4.142, cf. Pl.Grg.522e, E.Or.786, D.24.75, 59.12
•de cosas no viril ἁπαλῆς καὶ ἀνάνδρου διαίτης Pl.Phdr.239c, ἀνανδρότεραι καὶ ἡμερώτεραι αἱ γνῶμαι Hp.Aër.24.
III 1ref. a mujeres sin marido en gener. de las amazonas, A.Supp.287, de Antígona e Ismena, S.OT 1506, cf. Pl.Lg.937a, Hp.Mul.1.4, D.C.54.16.1, 30.5, POxy.899.44 (III a.C.)
•viuda Pl.Lg.930c.
2 ref. a cosas que carece de hombres, sin hombres τάξις A.Pers.298, πόλις S.OC 939, ἄνανδρος κοίτη lecho sin marido E.Med.435.
IV adv. -ως cobardemente ἀ. διαφθαρῆναι Antipho 2.1.8, πρὸς δὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀ. ἔχοντες Isoc.4.152, ἀ. φυγεῖν Pl.Tht.177b, cf. Plb.3.94.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνανδρος, -ον)
1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος
2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
αρχ.
1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες
2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄνανδρον
ανανδρία, δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν- στερ. + -ανδρος < ἀνήρ (πρβλ: ἁρπάξανδρος, εὐανδρος, ἡμίανδρος, πολύανδρος, φίλανδρος κ.ά.).
ΠΑΡ. ανανδρία αρχ. ἀνανδροῦμαι νεοελλ. ανανδρικός].
Greek Monotonic
ἄνανδρος: -ον (ἀνήρ)·
I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση άνευ συζύγου, σε Τραγ.
2. ἄνευ ἀνδρῶν, χωρίς άνδρες, στο ίδ.
II. αυτός από τον οποίο λείπει η ανδρεία, δειλός, σε Ηρόδ., Πλάτ.· τὸ ἄνανδρον = ἀνανδρία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνανδρος:
1) лишенный мужчин или бедный мужчинами, безлюдный (πόλις Soph.): ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών Aesch. с его смертью войско осиротело; χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. множество богатств, но отсутствие людей;
2) не имеющая мужа, незамужняя (девица или вдова) Trag., Plat., Plut.;
3) лишенный мужества, малодушный, робкий, трусливый (ἄνθρωποι Her., Plut.); недостойный мужчины (δίαιτα Plat.; πρᾶξις Polyb.; βίος Plut.).
Middle Liddell
ἀνήρ
I. = ἄνευ ἀνδρός husbandless, Trag.
2. = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, Trag.
II. wanting in manhood, unmanly, Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον = ἀνανδρία, Thuc.