κεραύνιος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κεραύνιος]], η, ον<br /><b class="num">1.</b> of a [[thunderbolt]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[thunder]]-smitten, Soph., Eur. | |mdlsjtxt=[[κεραύνιος]], η, ον<br /><b class="num">1.</b> of a [[thunderbolt]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[thunder]]-smitten, Soph., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[blasted with the thunderbolt]], [[of a thunderbolt]], [[struck by the thunderbolt]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 4 July 2020
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον A.Th.430, E.Ba.594 (anap.):—
A of a thunderbolt, βολαί A. l.c.; φλόξ Id.Pr.1017; πέμφιξ S.Fr.538; πῦρ, λαμπάδες, E.Tr.80, Ba.244; θάνατος death by the thunderbolt, Call.Aet.3.1.64; λίθος heliotrope, PHolm.10.37, Porph.VP17, cf. Plin.HN37.132. 2 thundersmitten, of Semele, S.Ant.1139 (lyr.), E.Ba.6; Καπανέως κ. δέμας Id.Supp.496; τὰ Κεραύνια the 'thunder-splitten peaks', name of several mountain ridges, Str.6.3.5, etc. 3 κεραύνιος, ὁ, kind of bandage, Sor.Fasc.37. II = κεραύνειος, Ζεύς Arist.Mu.401a17, Milet.1(7).278; applied to Philip, AP6.115 (Antip. <Sid.>).
German (Pape)
[Seite 1422] auch 2 Endgn, zum Donnerkeil gehörig; φλὸξ κεραυνία Aesch. Prom. 1019; βολαὶ κεραύνιοι Spt. 412; πῦρ, Blitz, Eur. Tr. 80; λαμπάσιν κεραυνίοις u. κεραυνίαις, Bacch. 244 Suppl. 1011; vom Blitz getroffen, Καπανέως δέμας 512; vgl. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele, Soph. Ant. 1126, wie Eur. Bacch. 6. Aber bei Antp. Sid. 18 (VI, 115) ehrendes Beiwort des Philipp, wie κεραύνειος; auch Ζεύς, der Donnerer, Arist. mund. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κεραύνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 430· ― ἀνήκων εἰς τὸν κεραυνόν, βολαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φλὸξ ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1017· πέμφιξ Σοφ. Ἀποσπ. 483· πῦρ, λαμπὰς Εὐρ. Τρῳ. 80, Βάκχ. 244. 2) ὁ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Σοφ. Ἀντ. 1139· Καπανέως κεραύνιον δέμας Εὐρ. Ἱκέτ. 496, πρβλ. Βάκχ. 6· ― τὰ κεραύνια, αἱ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληττόμεναι κορυφαὶ πολλῶν σειρῶν ὀρέων, Στράβ. 281, κτλ., Οὐεργ. Αἰν. 3. 506· ὡσαύτως, Acroceraunia. ΙΙ. = κεραύνειος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 2· Ζανὶ Ἀνθ. Π. 7. 44.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui concerne la foudre, de la foudre;
2 frappé de la foudre.
Étymologie: κεραυνός.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ κεραύνιος, -ία -ον, Α καί -ος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος
2. κεραύνειος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραύνιος
είδος επιδέσμου
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραυνία
το φυτό αείζωον το μικρόν
3. το ουδ. ως ουσ. το κεραύνιον
α) το φυτό ύδνον το θερινόν
β) σημείο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για δήλωση φθαρμένων χωρίων συγγραφέων
γ) στον πληθ. τὰ κεραύνια
i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό
ii) ως τοπωνύμιο πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ στόμα τοῦ Ἰονίου κόλπου», Στράβ.)
4. φρ. «κεραυνία λίθος» — το ηλιοτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν είτε ότι προστάτευε από τον κεραυνό είτε ότι φύτρωνε στο σημείο πτώσεως ενός κεραυνού].
Greek Monotonic
κεραύνιος: -α, -ον και -ος, -ον,
1. λέγεται για τον κεραυνό, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. χτυπημένος από κεραυνό, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεραύνιος: и 3
1) громовой, грозовой (φλόξ, βολαί Aesch.; πέμφιξ Soph.; πλαγή, λαμπάδες, πλῆκτρον Eur.; πῦρ, ὕδατα καὶ πνεύματα Plut.);
2) поражающий громом (Ζεύς Arst.);
3) пораженный громом (sc. Σεμέλη Soph.; Καπανέως δέμας Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραύνιος -α -ον [κεραυνός] f. ook -ος bliksem-:. πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου projectiel van bliksemvuur Eur. Alc. 129. getroffen door de bliksem:. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ met uw door de bliksem getroffen moeder Soph. Ant. 1139.
Middle Liddell
κεραύνιος, η, ον
1. of a thunderbolt, Aesch., Eur.
2. thunder-smitten, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
blasted with the thunderbolt, of a thunderbolt, struck by the thunderbolt