σχερός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scheros | |Transliteration C=scheros | ||
|Beta Code=sxero/s | |Beta Code=sxero/s | ||
|Definition=ὁ, found only in dat., <b class="b3">ἐν σχερῷ</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in a line, one after another, uninterruptedly, successively</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.69</span>, <span class="bibl">11.39</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>6(5).22</span>: written | |Definition=ὁ, found only in dat., <b class="b3">ἐν σχερῷ</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in a line, one after another, uninterruptedly, successively</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.69</span>, <span class="bibl">11.39</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>6(5).22</span>: written [[ἐνσχερώ]] in <span class="bibl">A.R.1.912</span>; cf. <b class="b3">ἐπισχερώ, ἰσχερώ</b> (perh. for Cypr. <b class="b3">ἰν σχερῷ</b>). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός</b>, Hsch., cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>12: also [[σχερόν]], = [[κῦμα ἑτοῖμον]], Amerias ap.Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]] (H., Theognost. Can.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for <b class="b3">*σκερός</b> to OE [[score]], MLG [[schore]] <b class="b2">(rocky) coast, shore</b> (IE <b class="b2">*sker-</b>, s. [[κείρω]]); from here with metathesis [[ξερός]] (s. v.)? On [[Σχερία]] cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. [[Schchr]] = [[Sxr]] [[trading post]]). -- Further s. [[ἐπισχερώ]]. -- The connection with [[ἐπισχερω]] is improbable, as [[σχερός]] has nothing of the idea of continuous etc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written ἐνσχερώ in A.R.1.912; cf. ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perh. for Cypr. ἰν σχερῷ). II σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, Hsch., cf. Theognost.Can.12: also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον, Amerias ap.Hsch.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.
Greek (Liddell-Scott)
σχερός: ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ σημασία Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ ἴσως τὸ σχερός, μετὰ τοῦ ὀνόματος Σχερία, σημαίνει ἁπλῶς συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
terre ferme, continent primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv. • ἐν σχερῷ (ἐνσχερώ) d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχεῖν.
English (Slater)
σχερός only in phrase ἐν σχερῷ,
1 in a line, uninterruptedly αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (ἐν supp. Hermann, om. codd.: ἐνσχερὼ Dindorf) (N. 1.69) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (ἐνσχερὼ Heyne) (N. 11.39) ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (ἐνσχερὼ Franc. Portus: one hundred feet of uninterrupted breath ) (I. 6.22)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδοός)].
(II)
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ἀκτή, αἰγιαλός»
2. (στην αιτ. κατά τον Ησύχ.) σχερόν
«κῡμα ἑτοῑμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχερός με σημ. «ακτή» (από αμάρτυρο αρχικό τ. σκερός με δευτερογενές δασύ σύμφωνο) έχει αναχθεί στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» (βλ. λ. κείρω), πρβλ. αγγλοσαξ. score, αγγλ. shore «γιαλός, όχθη». Από τη λ. σχερός παράγεται πιθ. το σύνθ. πολυ-σχεράς (βλ. και λ. χέραδος), ο τ. ξερόν και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων Σχερία.
Greek Monotonic
σχερός: ὁ (σχεῖν), απαντάται μόνον στη δοτ. ἐν σχερῷ, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά παράταξη, σε Πίνδ.· πρβλ. ἐπισχερώ.
Russian (Dvoretsky)
σχερός: ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός (H., Theognost. Can.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for *σκερός to OE score, MLG schore (rocky) coast, shore (IE *sker-, s. κείρω); from here with metathesis ξερός (s. v.)? On Σχερία cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. Schchr = Sxr trading post). -- Further s. ἐπισχερώ. -- The connection with ἐπισχερω is improbable, as σχερός has nothing of the idea of continuous etc.
Middle Liddell
σχερός, οῦ, ὁ, σχεῖν
found only in dat., ἐν σχερῷ in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pind.; cf. ἐπισχερώ.
Frisk Etymology German
σχερός: {skherós}
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός H., Theognost. Kan.
Etymology : Nach Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 ansprechend für *σκερός zu ags. score, mnd. schore ‘(felsige) Küste, Ufer’ (idg. sqer-, s. κείρω); daraus mit Metathese ξερός (s. d.)? Zu Σχερία noch Hennig RhM 75, 266 ff. (aus phöniz. Schchr = Sxr Handelsplatz). — Weiteres s. ἐπισχερώ.
Page 2,838