ἔκκυνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκκῠνος''': -ον, ([[κύων]]) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω [[κάτω]] καὶ [[πανταχοῦ]], Ξεν. Κυν. 7. 11, [[Πολυδ]]. Ε΄, 65.
|lstext='''ἔκκῠνος''': -ον, ([[κύων]]) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω [[κάτω]] καὶ [[πανταχοῦ]], Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:27, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκῠνος Medium diacritics: ἔκκυνος Low diacritics: έκκυνος Capitals: ΕΚΚΥΝΟΣ
Transliteration A: ékkynos Transliteration B: ekkynos Transliteration C: ekkynos Beta Code: e)/kkunos

English (LSJ)

ον, (κύων) of a hound,

   A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65.    II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.

Spanish (DGE)

-ον
de perros que abandona el rastro, que se separa de la jauría X.Cyn.7.10, Poll.5.65; interpr. como νόσημά τι κυνῶν prob. por entenderlo como pérdida del olfato, Hsch.

Greek Monolingual

ἔκκυνος, -ον (Α)
(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται μακριά από τα ίχνη.

Greek Monotonic

ἔκκῠνος: -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκῠνος: сбивающийся со следа (κύνες Xen.).

Middle Liddell

ἔκ-κῠνος, ον κύων
of a hound, questing about, not keeping on one scent, Xen.