Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόστημα: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόστημα''': τό, ([[ὑφίστημι]]) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς [[ὑποστάθμη]], [[μάλιστα]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ [[λευκόν]], ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ [[κάτωθεν]] τιθέμενον, [[ὑποστήριγμα]], Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, [[στήριγμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς [[ὑπόστημα]], [[οἷον]] ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, [[ἀνάθημα]] Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς [[αὐτόθι]] 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. [[ὑπόθημα]] ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, [[στρατόπεδον]], Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ [[ὑπόστεμα]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, [[Πολυδ]]. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. [[πλῆθος]], [[ὄχλος]], Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. [[οὐσία]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.
|lstext='''ὑπόστημα''': τό, ([[ὑφίστημι]]) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς [[ὑποστάθμη]], [[μάλιστα]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ [[λευκόν]], ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ [[κάτωθεν]] τιθέμενον, [[ὑποστήριγμα]], Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, [[στήριγμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς [[ὑπόστημα]], [[οἷον]] ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, [[ἀνάθημα]] Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς [[αὐτόθι]] 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. [[ὑπόθημα]] ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, [[στρατόπεδον]], Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ [[ὑπόστεμα]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, Πολυδ. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. [[πλῆθος]], [[ὄχλος]], Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. [[οὐσία]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόστημα Medium diacritics: ὑπόστημα Low diacritics: υπόστημα Capitals: ΥΠΟΣΤΗΜΑ
Transliteration A: hypóstēma Transliteration B: hypostēma Transliteration C: ypostima Beta Code: u(po/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (ὑφίστημι)

   A that which sinks to the bottom, sediment, esp. in urine, Hp.Judic.3; of excrement and urine, τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (cf. ὑπόστασις B. 1.1) Arist.HA487a6, cf. PA653b11; ὑ. τὸ λευκόν, of birds, ib.679a18.    II that which is set under, support, Id.IA708b2.    2 base, stand, Callix.2, Hegesand. 45, IG3.1418,1419,1421; cf. ὑπόθημα.    III a station of soldiers, camp, LXX 2 Ki.23.14 (with v.l. ὑπόστεμα).    IV = περίνεος, Poll. 2.171, Ruf.Onom.101.    V multitude, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1233] τό, Bodensatz, Arist. H. A. 1, 1, öfter; – Sp. Substanz. – Standlager der Soldaten, LXX. – Standhaftigkeit, Muth, Sp. – Auch = περίνεον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόστημα: τό, (ὑφίστημι) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς ὑποστάθμη, μάλιστα τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. ὑπόστασις Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ λευκόν, ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ κάτωθεν τιθέμενον, ὑποστήριγμα, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, στήριγμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς ὑπόστημα, οἷον ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, ἀνάθημα Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς αὐτόθι 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. ὑπόθημα ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, στρατόπεδον, Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ ὑπόστεμα, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, Πολυδ. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. πλῆθος, ὄχλος, Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. οὐσία, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, -έματος, Α ὑφίστημι
μσν.
πλήθος, όχλος
αρχ.
1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.)
2. καθίζηση
3. υποστήριγμα
4. βάση, βάθρο
5. περίνεο
6. υπόσταση, ύπαρξη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόστημα: ατος τό
1) осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);
2) выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);
3) подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);
4) нарыв (Plut. - v. l. к ἀπόστημα).