μεγαλοπρεπής: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megaloprepis | |Transliteration C=megaloprepis | ||
|Beta Code=megalopreph/s | |Beta Code=megalopreph/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[befitting a great man]], [[magnificent]], δεῖπνον μ. <span class="bibl">Hdt.5.18</span>; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην <span class="bibl">Id.6.122</span>; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1125</span>; ταφή <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>234c</span>; προαίρεσις <span class="bibl">Hyp. <span class="title">Epit.</span>40</span>; | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[befitting a great man]], [[magnificent]], δεῖπνον μ. <span class="bibl">Hdt.5.18</span>; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην <span class="bibl">Id.6.122</span>; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1125</span>; ταφή <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>234c</span>; προαίρεσις <span class="bibl">Hyp. <span class="title">Epit.</span>40</span>; [[πράξεις]] ib.<span class="bibl">1</span> (Comp.); δόξα <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span>1.17</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>487a</span>, al., <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1107b17</span>; τὸ μ. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.5</span>; of a horse, <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>10.1</span> (Comp.): Sup., as honorific title, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.81</span> ([[a]]). <span class="bibl">14</span> (v A. D.), etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of style, μ. λόγοι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span> 210d</span>; λέξις <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.Al.</span>1441b12</span>; <b class="b3">μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον</b> ib.<span class="bibl">1423b12</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -[[πέως]], Att. -[[πῶς]], <span class="bibl">Hdt.6.128</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.4.17</span>, etc.: Comp. -έστερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Vect.</span>6.1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span> 215e</span>: Sup. -έστατα <span class="bibl">Hdt.7.57</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 8 July 2020
English (LSJ)
ές,
A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc. 2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc. 3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib.1423b12. II Adv. -πέως, Att. -πῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. -έστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. -έστατα Hdt.7.57.
German (Pape)
[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, ἔξοχος, λαμπρός, Λατ. magnificus, δεῖπνον μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, μεγαλοπρέπεια, Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;
Cp. μεγαλοπρεπέστερος, Sp. μεγαλοπρεπέστατος.
Étymologie: μέγας, πρέπω.
English (Strong)
from μέγας and πρέπω; befitting greatness or magnificence (majestic): excellent.
English (Thayer)
μεγαλοπρεπες, genitive μεγαλοπρεποῦς, (μέγας, and πρέπει it is becoming (see πρέπω)), befitting a great Prayer of Manasseh , magnificent, splendid; full of majesty, majestic: Herodotus, Xenophon, Plato, others.)
Greek Monolingual
-ές και μεγαλόπρεπος, -η, -ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, -ές)
1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ' ἀληθείας», Πλάτ.)
2. (για ύφος) υψηλός
3. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλοπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
επίρρ...
μεγαλοπρεπώς και μεγαλόπρεπα (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και μεγαλοπρεπέως)
με μεγαλοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. κατάλληλος για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = μεγαλοπρέπεια, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ., υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγαλοπρεπής:
1) великолепный, пышный, роскошный (δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.); роскошный, щедрый (δωρεά Her.);
2) пышный, блестящий (λόγοι Plat.; δόξα NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.
Middle Liddell
μεγᾰλο-πρεπής, ές πρέπω
I. befitting a great man, magnificent, Hdt., attic:— τὸ μεγαλοπρεπές, = μεγαλοπρέπεια, Xen.
II. adv. -ῶς, ionic -έως, Hdt., Xen.: comp. -έστερον Plat., Sup. -έστατα Hdt.
Chinese
原文音譯:megaloprep»j 姆瓜羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:大-理應 相當於: (גַּאֲוָה)
字義溯源:相當威榮的,偉大的,華麗的,高貴的,極大的;由(μέγας)*=大)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 極大的(1) 彼後1:17