Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(35)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πυρῶ, -όω, ΝΜΑ [[πῡρ]]<br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]] [[κάτι]] στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για [[πράγμα]]) πυρακτώνομαι («πύρωσε το [[σίδερο]]»)<br />β) (για πρόσ. και [[πράγμα]]) ζεσταίνομαι πολύ, [[κορώνω]] («καθόμουν πολύ ώρα [[δίπλα]] στο [[τζάκι]] και πύρωσα»)<br />γ) <b>μτφ.</b> ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, [[γιατί]] πυρώνει εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το κόκκινο [[χρώμα]] της φωτιάς, [[κάνω]] [[κάτι]] να φαίνεται κόκκινο σαν τη [[φωτιά]] («κι [[ακόμα]] ο [[ήλιος]] πύρωνε τα [[θάμνα]], βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανάβω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἔρως]], σὺ δ' [[εὐθέως]] με πύρωσον», Ανακρεοντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] [[κάτι]] με [[φωτιά]], [[πυρπολώ]] («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] σε έμπυρη [[θυσία]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] σε [[πυρά]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῑν καὶ πυροῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[φωτιά]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ψήνω]]<br /><b>7.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]] («πυροῡν ἀργυρώματα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καπνίζω]], [[θυμιάζω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[εξαγνίζω]] με [[φωτιά]]<br /><b>10.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] με [[φωτιά]] («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>πυροῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]]<br />β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῡσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με [[φωτιά]] («[[χρυσίον]] πεπυρωμένον ἐκ [[πυρός]]», ΚΔ.)<br />δ) προσβάλλομαι από [[φωτιά]], [[υφίσταμαι]] [[πυράκτωση]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εγκρίνομαι («τὰ [[λόγια]] κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)<br />στ) <b>ιατρ.</b> προσβάλλομαι από [[καρδιαλγία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «πυροῡν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει [[κάτι]] [[αίσθημα]] θερμότητας στη [[γεύση]] ή στη [[γλώσσα]].
|mltxt=πυρῶ, -όω, ΝΜΑ [[πῡρ]]<br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]] [[κάτι]] στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για [[πράγμα]]) πυρακτώνομαι («πύρωσε το [[σίδερο]]»)<br />β) (για πρόσ. και [[πράγμα]]) ζεσταίνομαι πολύ, [[κορώνω]] («καθόμουν πολύ ώρα [[δίπλα]] στο [[τζάκι]] και πύρωσα»)<br />γ) <b>μτφ.</b> ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, [[γιατί]] πυρώνει εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το κόκκινο [[χρώμα]] της φωτιάς, [[κάνω]] [[κάτι]] να φαίνεται κόκκινο σαν τη [[φωτιά]] («κι [[ακόμα]] ο [[ήλιος]] πύρωνε τα [[θάμνα]], βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανάβω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἔρως]], σὺ δ' [[εὐθέως]] με πύρωσον», Ανακρεοντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] [[κάτι]] με [[φωτιά]], [[πυρπολώ]] («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] σε έμπυρη [[θυσία]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] σε [[πυρά]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῑν καὶ πυροῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[φωτιά]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ψήνω]]<br /><b>7.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]] («πυροῡν ἀργυρώματα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καπνίζω]], [[θυμιάζω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[εξαγνίζω]] με [[φωτιά]]<br /><b>10.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] με [[φωτιά]] («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>πυοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]]<br />β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῡσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με [[φωτιά]] («[[χρυσίον]] πεπυρωμένον ἐκ [[πυρός]]», ΚΔ.)<br />δ) προσβάλλομαι από [[φωτιά]], [[υφίσταμαι]] [[πυράκτωση]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εγκρίνομαι («τὰ [[λόγια]] κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)<br />στ) <b>ιατρ.</b> προσβάλλομαι από [[καρδιαλγία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «πυροῡν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει [[κάτι]] [[αίσθημα]] θερμότητας στη [[γεύση]] ή στη [[γλώσσα]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

πυρῶ, -όω, ΝΜΑ πῡρ
1. πυρακτώνω
2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο»)
β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα»)
γ) μτφ. ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, γιατί πυρώνει εύκολα»)
2. μτφ. δίνω σε κάτι το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, κάνω κάτι να φαίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά («κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. ανάβω κάποιον με κάτιἔρως, σὺ δ' εὐθέως με πύρωσον», Ανακρεοντ.)
αρχ.
1. κατακαίω κάτι με φωτιά, πυρπολώ («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.)
2. καίω κάτι σε έμπυρη θυσία
3. (το ενεργ. και το μέσ.) καίω κάτι σε πυρά
4. ανάβω φωτιά («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῑν καὶ πυροῡν», Αριστοτ.)
5. χρησιμοποιώ φωτιά
6. (κατ' επέκτ.) ψήνω
7. λειώνω, διαλύω («πυροῡν ἀργυρώματα», επιγρ.)
8. καπνίζω, θυμιάζω κάτι
9. εξαγνίζω με φωτιά
10. υποβάλλω σε δοκιμασία με φωτιά («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)
11. παθ. πυοῦμαι, -όομαι
α) παίρνω φωτιά, ανάβω
β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῡσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», Αριστοτ.)
γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με φωτιάχρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός», ΚΔ.)
δ) προσβάλλομαι από φωτιά, υφίσταμαι πυράκτωση
ε) μτφ. γίνομαι δεκτός, εγκρίνομαι («τὰ λόγια κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)
στ) ιατρ. προσβάλλομαι από καρδιαλγία
12. φρ. «πυροῡν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει κάτι αίσθημα θερμότητας στη γεύση ή στη γλώσσα.