εὐφορία: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efforia | |Transliteration C=efforia | ||
|Beta Code=eu)fori/a | |Beta Code=eu)fori/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[power of enduring easily]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>35</span>; [[contentment]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.17</span> O. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">sense of well-being</b> in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in <span class="title">Rh.Mus.</span>58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[fertility]], <span class="bibl">Ph.2.57</span>, al.: in pl., γαστέρων εὐφορίαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.7.2</span>; [[periods of productivity]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.337</span>; <b class="b3">ψυχῶν εὐφορίαι</b> ibid.; [[abundant produce]], <b class="b3">καρπῶν, οἴνου</b>, <span class="bibl">Xenag.3</span>, <span class="bibl">Alciphr. 1.24</span>; ἐλαίου <span class="title">IG</span>22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[grace of movement]], in dancing, <span class="bibl">Poll.4.97</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:50, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A power of enduring easily, Hp.Fract.35; contentment, Phld.Lib.p.17 O. 2 sense of well-being in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6. II fertility, Ph.2.57, al.: in pl., γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου IG22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.). III grace of movement, in dancing, Poll.4.97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορία: ἡ, ἡ δύναμις τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἄφθονος παραγωγή, εὐφορία καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. δεξιότης, ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν Πολυδ. Δ΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 force de porter ou supporter;
2 fertilité, fécondité, abondance.
Étymologie: εὔφορος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφορία) εύφορος
1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά
2. το συναίσθημα της ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία
νεοελλ.
ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών
αρχ.
1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή
2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση
3. αφθονία, πληθώρα
4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)
5. περίοδος παραγωγικότητας
6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.
Russian (Dvoretsky)
εὐφορία: ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.