ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochyros
|Transliteration C=ochyros
|Beta Code=o)xuro/s
|Beta Code=o)xuro/s
|Definition=ά, όν<b class="b3">, (ἔχω) ἐχυρός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 429</span> (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>44</span> (anap.): but elsewh. A. uses [[ἐχυρός]] (q. v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>738</span>; esp. as military term, of a stronghold or position, [[strong]], ὄρος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>; [[χωρίον]] ib.<span class="bibl">1.2.24</span>, <span class="bibl">Isoc.9.30</span> (v.l. [[ἐχ-]]) ; πόλεις <span class="bibl">Plb.7.15.2</span>; τὰ ὀ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.15</span>, etc. Adv. -ρῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>124</span> (anap.), <span class="bibl">Charito 7.2</span>.</span>
|Definition=ά, όν<b class="b3">, (ἔχω) ἐχυρός</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 429</span> (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>44</span> (anap.): but elsewh. A. uses [[ἐχυρός]] (q. v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>738</span>; esp. as military term, of a stronghold or position, [[strong]], ὄρος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>; [[χωρίον]] ib.<span class="bibl">1.2.24</span>, <span class="bibl">Isoc.9.30</span> (v.l. [[ἐχ-]]) ; πόλεις <span class="bibl">Plb.7.15.2</span>; τὰ ὀ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.15</span>, etc. Adv. -ρῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>124</span> (anap.), <span class="bibl">Charito 7.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:35, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρός Medium diacritics: ὀχυρός Low diacritics: οχυρός Capitals: ΟΧΥΡΟΣ
Transliteration A: ochyrós Transliteration B: ochyros Transliteration C: ochyros Beta Code: o)xuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,    A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q. v.).    2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D· πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].

Greek Monotonic

ὀχῠρός: -ά, -όν (ἔχω) όπως το ἐχυρός·
I. 1. σταθερός, ανθεκτικός, ισχυρός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για τόπο, ισχυρός, ασφαλής, σε Ευρ.· ιδίως για τόπους από στρατιωτική άποψη ή για στρατηγικές θέσεις, ισχυρός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, απόκρημνος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ρῶς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχυρός: ἔχω
1) крепкий, прочный (ξύλον Hes.);
2) сильный, неодолимый (ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.);
3) неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἐχυρός.

Middle Liddell

ὀχῠρός, ή, όν [ἔχω]
I. like ἐχυρός, firm, lasting, stout, Hes., Aesch.
2. of places, strong, secure, Eur.: esp. of a stronghold or position, strong, tenable, Xen.
II. adv. -ρῶς, Eur.

Frisk Etymology German

ὀχυρός: {okhurós}
See also: s. ἐχυρός.
Page 2,458

English (Woodhouse)

strong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)