αμαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμαθής]])<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[άπειρος]], [[ανίδεος]], [[ανεπιτήδειος]] (στα αρχ. αντίθ. [[δεξιός]])<br /><b>2.</b> εν μέρει ή εντελώς [[αγράμματος]], [[αμόρφωτος]], [[αδίδακτος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]], [[βλάκας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άκαρδος]], [[ασυγκίνητος]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε [[γνωστός]], [[ανήκουστος]], [[άγνωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[ατίθασος]], [[ανήμερος]], [[άγριος]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις ή ιδιότητες) [[βίαιος]], [[άξεστος]], [[χυδαίος]], [[ευτελής]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> ἀμαθῶς<br />α) από [[άγνοια]], με [[άγνοια]]<br />β) <b>φρ.</b> «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη [[έκβαση]]<br /><b>6.</b> (συγκρ. επίρρ.) <i>αμαθέστερον</i> <b>φρ.</b> «[[λέγω]] ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», [[μιλώ]] με λιγότερη [[επίδειξη]] γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο [[αμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαθαίνω]], [[ἀμαθία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμάθεια]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμαθής]])<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[άπειρος]], [[ανίδεος]], [[ανεπιτήδειος]] (στα αρχ. αντίθ. [[δεξιός]])<br /><b>2.</b> εν μέρει ή εντελώς [[αγράμματος]], [[αμόρφωτος]], [[αδίδακτος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]], [[βλάκας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άκαρδος]], [[ασυγκίνητος]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε [[γνωστός]], [[ανήκουστος]], [[άγνωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[ατίθασος]], [[ανήμερος]], [[άγριος]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις ή ιδιότητες) [[βίαιος]], [[άξεστος]], [[χυδαίος]], [[ευτελής]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> ἀμαθῶς<br />α) από [[άγνοια]], με [[άγνοια]]<br />β) <b>φρ.</b> «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη [[έκβαση]]<br /><b>6.</b> (συγκρ. επίρρ.) <i>αμαθέστερον</i> <b>φρ.</b> «[[λέγω]] ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», [[μιλώ]] με λιγότερη [[επίδειξη]] γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο [[αμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαθαίνω]], [[ἀμαθία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμάθεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμαθής)
1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός)
2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος
3. ανόητος, βλάκας
αρχ.
1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος
2. αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε γνωστός, ανήκουστος, άγνωστος
3. (για ζώα) ατίθασος, ανήμερος, άγριος
4. (για καταστάσεις ή ιδιότητες) βίαιος, άξεστος, χυδαίος, ευτελής
5. επίρρ. ἀμαθῶς
α) από άγνοια, με άγνοια
β) φρ. «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη έκβαση
6. (συγκρ. επίρρ.) αμαθέστερον φρ. «λέγω ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», μιλώ με λιγότερη επίδειξη γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο αμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -μαθής < ἔμαθον, μανθάνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθαίνω, ἀμαθία
νεοελλ.
αμάθεια].