εὔληπτος: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyliptos | |Transliteration C=eyliptos | ||
|Beta Code=eu)/lhptos | |Beta Code=eu)/lhptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easily taken hold of]], οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 1.16.2</span>, cf.<span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>11.5</span> (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to give it [[so that one can most easily take hold of it]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>7.33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[easy to be taken]] or [[reduced]], νησιῶται <span class="bibl">Th.6.85</span>; ἧττον εὔ. πόλις <span class="bibl">D.H.3.43</span>; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, <span class="bibl">Ph.2.590</span>, Plu. 2.66b; [[easy to gain or obtain]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>10</span>; [[easy to apprehend]], τοῖς ἀκούουσι <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A easily taken hold of, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.AJ 1.16.2, cf.Gal. UP11.5 (Sup.). Adv., τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι to give it so that one can most easily take hold of it, X.Cyr.1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.VP7.33. 2 easy to be taken or reduced, νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; εὔ. ὀργῇ, κόλαξι, Ph.2.590, Plu. 2.66b; easy to gain or obtain, Luc.Merc.Cond.10; easy to apprehend, τοῖς ἀκούουσι Iamb.Protr.4.
German (Pape)
[Seite 1078] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; πόλις εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
εὔληπτος: -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ἔκπτωμα εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ποτήριον οὕτως ὥστε ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, εὐάλωτος, νησιῶται Θουκ. 6. 85· πόλις Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à prendre, à enlever ou à piller;
2 fig. facile à obtenir.
Étymologie: εὖ, λαμβάνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῡν καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].
Greek Monotonic
εὔληπτος: -ον, 1. αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. -τως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. εὐληπτότα, σε Ξεν.
2. αυτός που εύκολα κυριεύεται, ευάλωτος, ευπόρθητος, σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὔληπτος:
1) без труда захватываемый, которым легко овладеть (νησιῶται Thuc.);
2) легко достижимый Luc.
Middle Liddell
εὔ-ληπτος, ον
1. easily taken hold of: adv. -τως so that one can easily take hold, Sup. εὐληπτότατα Xen.
2. easy to be taken or reduced, Thuc.:— easy to gain or obtain, Luc.