εὔστοχος: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eystochos | |Transliteration C=eystochos | ||
|Beta Code=eu)/stoxos | |Beta Code=eu)/stoxos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-aimed]], <b class="b3">τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ</b> (Elmsl. for [[πέτρῳ]]) <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>76</span>; ἀκόντιον <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>12.13</span> (Sup.); πληγή <span class="bibl">Plb.6.25.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[aiming well]], <b class="b3">ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔ</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>195</span>; λόγχαις… -ώτατοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>140</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>321</span> (Comp.); εὔ. τὴν τοξικήν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>33</span>. Adv. -χως, βάλλειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.8</span>; <b class="b3">εὔστοχα βάλλειν, τοξεύειν</b>, <span class="bibl">Parth.15.1</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>36</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">D.C. 67.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[making good shots]], i.e. <b class="b2">guessing well, hitting the right nail on the head</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span>464a33</span>; [[shrewd]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span> 1412a12</span>, <span class="bibl">Ephipp.14.1</span>, cj. in Luc.<span class="title">Epigr.</span>45; βουλευτήριον <span class="title">Com.Adesp.</span> 201; εὔστοχόν τι ἔνεστι τοῖς κακοῖς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>950b</span>; <b class="b3">εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν</b> [[ready]] at repartee, <span class="bibl">D.L.6.74</span>. Adv. -χως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>792d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>639a5</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.108 S. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[successful]], ἄγρη <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.280</span>; εὐχαί <span class="title">AP</span>9.158.8.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:31, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A well-aimed, τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (Elmsl. for πέτρῳ) E.Hel.76; ἀκόντιον X.Eq.12.13 (Sup.); πληγή Plb.6.25.9. II aiming well, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔ. E.HF195; λόγχαις… -ώτατοι Id.Ph.140, cf. Fr.321 (Comp.); εὔ. τὴν τοξικήν Luc.Nav.33. Adv. -χως, βάλλειν X.Cyr.1.4.8; εὔστοχα βάλλειν, τοξεύειν, Parth.15.1, Luc.Nigr.36: Sup. -ώτατα D.C. 67.14. 2 metaph., making good shots, i.e. guessing well, hitting the right nail on the head, Arist.Div.Somn.464a33; shrewd, Id.Rh. 1412a12, Ephipp.14.1, cj. in Luc.Epigr.45; βουλευτήριον Com.Adesp. 201; εὔστοχόν τι ἔνεστι τοῖς κακοῖς Pl.Lg.950b; εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν ready at repartee, D.L.6.74. Adv. -χως Pl.Lg.792d, Arist.PA639a5, Phld.Rh.2.108 S. 3 successful, ἄγρη Opp.H.3.280; εὐχαί AP9.158.8.
German (Pape)
[Seite 1099] glücklich im Treffen, das Ziel gut treffend, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον Eur. Herc. Für. 195; λόγχαις ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι Phoen. 140; πέτρος Hel. 76; sp. D., λίνα, ἄρκυς, sicher fangend, Archi. 8. 9 (VI, 179. 181 ); ἄγρη, glückliche Jagd, Opp. H. 3, 280; auch εὐχαί, Ep. ad. 463 (IX, 158); εὐστοχώτατον ἀκόντιον Xen. Equ. 12, 14; τὴν πρώτην πληγὴν εὔστοχον γίγνεσθαι Pol. 6, 25, 9; τὴν τοξικήν Luc. navig. 33. – Übertr., glücklich errathend, das Wahre treffend, scharfsinnig, θεῖόν τι καὶ εὔστοχον ἔνεστι καὶ τοῖς κακοῖς Plat. Legg. XII, 950 b; εὐστοχώτατος ἐν ταῖς ἀπαντήσεσι τῶν λόγων D. L. 6, 74; ἐπελθεῖν εὔστοχος, ἀναχωρῆσαι καίριος, den rechten Zeitpunkt treffend, D. Cass. 77, 6. – Adv. εὐστόχως, z. B. βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 4, 8; eben so εὔστοχα τοξεύειν, Luc. Nigr. 36, vgl. 35, εὐστόχως ἐνεχθείς; übertr., ἣν δὴ διάθεσιν καὶ θεοῦ – εὐστόχως πάντες προσαγορεύομεν, das Richtige treffend, richtig, Plat. Legg. VII, 792 d, wie εἰπεῖν πρός τι, d. i. treffend, Plut. Phoc. 17; προκατειληφέναι τὰς εὐκαιρίας Pol. 2, 65, 11.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστοχος: -ον, εὐστόχως βάλλων, τῷ δ’ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (οὕτως ὁ Elmsl. ἀντὶ πέτρῳ) Εὐρ. Ἑλ. 76· εὐστ. ἀκόντιον Ξεν. Ἱππ. 12. 13, ΙΙ. καλῶς σκοπεύων, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ’ εὔστοχον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 195· λόγχαις... εὐστοχώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 140· εὔστοχος τὴν τοξικὴν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· ἐντεῦθεν, Ἐπίρ., εὐστόχως βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· εὔστοχα τοξεύειν Λουκιαν. Νιγρ. 39. -- Ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 67. 14. 2) μεταφ., ἐπιτυχής, ὀρθῶς εἰκάζων, Ἀριστ. Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 2. 11· καθόλου, εὐφυής, ἀγχίνους, ἱκανός, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, Ἀνθ. Π. 41. 430· τὸ εὔστοχον = εὐστοχία, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 950Β· εὔστ. ἐν ἀπαντήσεσιν, Διογ. Λ. 6. 74. - Ἐπίρρ. -χως, Πλάτ. Νόμ. 792D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 1. 3) πλήρης ἐπιτυχίας, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 280· εὐχαὶ Ἀνθ. Π. 6. 158.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 habile à viser, à toucher le but ; qui touche le but ; adv. • εὔστοχα en touchant le but;
2 fig. habile à raisonner ou à deviner juste ; sagace.
Étymologie: εὖ, στοχάζομαι.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔστοχος, -ον)
1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον»)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος
3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά
4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν)
η ευστοχία
νεοελλ.
αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο κατάλληλος, ο ακριβής, ο επιτυχημένος («εὐστοχη ενέργεια»)
αρχ.
γεμάτος επιτυχία, ευτυχής, ασφαλής.
επίρρ...
ευστόχως και εύστοχα (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)
1. με επιτυχία («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», Λουκιαν.)
2. σωστά
3. επιδέξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόχος.
Greek Monotonic
εὔστοχος: -ον, I. αυτός που έχει επιτυχημένο σημάδι, σε Ευρ., Ξεν.
II. 1. αυτός που σκοπεύει καλά, στον ίδ.· επίρρ. εὐστόχως βάλλειν, στον ίδ.
2. μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει καλά, οξύνους, ευφυής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔστοχος: эп. ἐΰστοχος 2
1) метко брошенный, попадающий прямо в цель (λόγχαι Eur.; ἀκόντιον Xen.; πληγή Polyb.);
2) (тж. τὴν τοξικὴν εὔ. Luc.) бьющий без промаха, меткий (χείρ Eur.);
3) целесообразный, удачный (πρᾶξις εἰς τὰ κοινά Plut.);
4) меткий, остроумный Arst.: εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν Diog. L. метко возражающий.
Middle Liddell
εὔ-στοχος, ον
I. well-aimed, Eur., Xen.
II. aiming well, Xen.:—adv., εὐστόχως βάλλειν Xen.
2. metaph. guessing well, sagacious, Arist.