κράνος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kranos | |Transliteration C=kranos | ||
|Beta Code=kra/nos | |Beta Code=kra/nos | ||
|Definition=(A) [<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, <span class="sense"> | |Definition=(A) [<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[helmet]], <span class="bibl">Hdt.1.171</span>, <span class="bibl">4.180</span>, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>385</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">El.</span>470</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>584</span>, <span class="bibl">1103</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.51</span>, <span class="title">IG</span>12.278.49, Plu.2. 789d, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.53b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ship's ram]], <span class="bibl">Tim. <span class="title">Pers.</span>21</span>. (The ᾰ shows that it is akin to [[κρᾰναός]] ([[hard]]), rather than to [[κρᾱνίον]].)</span><br /><span class="bld">κράνος</span> (B) [<b class="b3">ᾰ], ου, ἡ</b>, later form for [[κράνον]], <span class="title">Gp.</span>7.35.1. <span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b2">rod of cherry-wood</b>, PTeb.39.31 (ii B. C.); <b class="b3">χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ</b> ib.230 (ii B. C.) (here perh. = [[κράνος]] A).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:07, 30 December 2020
English (LSJ)
(A) [ᾰ], εος, τό, A helmet, Hdt.1.171, 4.180, al., A.Th.385, E. El.470 (lyr.), Ar.Ach.584, 1103, X.Cyr.6.1.51, IG12.278.49, Plu.2. 789d, Jul.Or.2.53b. 2 metaph., τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ Aret. SD2.6. II ship's ram, Tim. Pers.21. (The ᾰ shows that it is akin to κρᾰναός (hard), rather than to κρᾱνίον.)
κράνος (B) [ᾰ], ου, ἡ, later form for κράνον, Gp.7.35.1. 2 rod of cherry-wood, PTeb.39.31 (ii B. C.); χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ ib.230 (ii B. C.) (here perh. = κράνος A).
Greek (Liddell-Scott)
κράνος: ᾰ, εως, τό, περικεφαλαία, Ἡρόδ. 1. 171., 4. 180, κ. ἀλλ., Αἰσχ. Θήβ. 385, Εὐρ. Ἠλ. 470, Ἀριστοφ. Ἀχ. 584, 1104, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ΙΙ. σκέπασμα τῆς κλίνης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6. (Τὸ ᾰ δεικνύει ὅτι πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ κρᾰναὸς (σκληρός), μᾶλλον ἢ τῷ κάρα, κρᾱνίον).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
casque.
Étymologie: cf. κάρα.
Greek Monolingual
(I)
το (AM κράνος)
στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από μέταλλο ή άλλο ανθεκτικό υλικό (α. «κράνος μοτοσυκλετιστή» β. «κράνος πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν κράνος», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ελαφρό καπέλο από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες
2. το ορειχάλκινο επικάλυμμα της πυξιδοθήκης
3. (ψυχιατρ.) «νευρασθενικό κράνος» — το αίσθημα περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας
4. ζωολ. ζυγό και ανεξάρτητο τμήμα της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. γαλέα
αρχ.
1. κάλυμμα, σκέπασμα
2. κριός στην πρώρα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας ker-ә- τών κάρα, κέρας, όπως ακριβώς το λατ. cornu «κέρας». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα κάρυον, κραναός.
ΠΑΡ. νεοελλ. κρανικός.
ΣΥΝΘ. κρανοποιός
αρχ.
κρανοποιία, κρανοποιώ, κρανουργία, κρανουργός
νεοελλ.
κρανοειδής, κρανοφόρος].
(II)
κράνος, ἡ (AM)
μσν.
το κράνο.
αρχ.
ράβδος από ξύλο κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κράνον κατά τα ουδ. σε -ος].
Greek Monotonic
κράνος: [ᾰ], -εος, τό (κάρα), κράνος, περικεφαλαία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κάρα?, κέρας?] helm.
Russian (Dvoretsky)
κράνος: εος (ᾰ) τό шлем (εὔχαλκον Aesch.; χρυσότυπον Eur.; χαλκοῦν Xen.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: helmet (IA.; s. Trümpy Fachausdrücke 45 f.).
Compounds: As 1. member in κρανο-ποιέω, -ποιΐα, -ποιός forge helmets (Ar.).
Derivatives: Dimin. κρανίδιον (Att. inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Several explanations. κράνος has been connected with the group of κάρα, κέρας (Bq s. κραίνω). Others (Curtius, L. Meyer, Prellwitz) suggested connection with κάρυον, κραναός (s. vv.) etc.
Middle Liddell
κρά˘νος, εος, κάρα
a helmet, Hdt., Aesch.
Frisk Etymology German
κράνος: {krános}
Grammar: n.
Meaning: Helm (ion. att.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 45 f.).
Composita : Als Vorderglied in κρανοποιέω, -ποιΐα, -ποιός Helme schmieden (Ar. u. a.).
Derivative: Demin. κρανίδιον (att. Inschr.).
Etymology : Mehrere Deutungsversuche. Wie κόρυς ist auch κράνος zur großen Sippe von κάρα, κέρας gezogen worden (s. Bq s. κραίνω). Dabei wäre von dem u. a. in lat. cor-n-ū enthaltenen, mit dem. s-Stamm in κέρας usw. alternierenden n-Stamm auszugehen. Nach anderen (Curtius, L. Meyer, Prellwitz) zu κάρυον, κραναός (s. dd.) usw.
Page 2,7