κυαναυγής: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyanavgis | |Transliteration C=kyanavgis | ||
|Beta Code=kuanaugh/s | |Beta Code=kuanaugh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-gleaming]], ὀφρύες <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>261</span> (lyr.); τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. <span class="bibl">Alciphr.3.1</span>; of the sea, κ. Ἀμφιτρίτη <span class="bibl">D.P. 169</span>, etc.; πηγή <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.467.25 (Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1389</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A dark-gleaming, ὀφρύες E.Alc.261 (lyr.); τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1; of the sea, κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169, etc.; πηγή Supp.Epigr.4.467.25 (Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av.1389.
German (Pape)
[Seite 1521] ές, dunkelblau od. schwarzglänzend, übh. schwarz; ὀφρύς, Eur. Alc. 261; vom Meere, Dion. Per. 169; von der Nacht, Orph. H. 2, 3; ἴον, Rufin. 15 (V, 74); τὰ λαμπρὰ γίγνεται ἀέρια καὶ σκότιά γε καὶ κυαναυγέα Ar. Av. 1389. – Auch in Prosa, τὸ κ., Luc. dom. 11.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰναυγής: -ές, ἔχων κυανῆν τινα ἢ σκοτεινὴν λάμψιν, ὀφρύες Εὐρ. Ἄλκ. 262· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διον Π. 169, κτλ.· ― κωμικῶς ἐπὶ τῶν διθυράμβων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1389.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’un bleu ou d’un noir sombre et brillant.
Étymologie: κύανος, αὐγή.
Greek Monolingual
κυαναυγής, -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ.
β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές
το βαθύ χρώμα του ουρανού
3. μτφ. κωμ. (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -αυγής (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. λευκ-αυγής, χρυσ-αυγής].
Greek Monotonic
κυᾰναυγής: -ές, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰναυγής: темно-синий, иссиня-черный (ὀφρύς Eur.; ἴον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).