μυροφόρος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myroforos | |Transliteration C=myroforos | ||
|Beta Code=murofo/ros | |Beta Code=murofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bearing unguents]], <span class="bibl">Poll.10.119</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A bearing unguents, Poll.10.119.
German (Pape)
[Seite 221] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροφόρος: -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες
εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα της Ανάστασης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μυροφόρα
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].