σκαφίς: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skafis | |Transliteration C=skafis | ||
|Beta Code=skafi/s | |Beta Code=skafi/s | ||
|Definition=(A), ίδος, ἡ, Dim. of [[σκάφη]]; esp. <span class="sense"> | |Definition=(A), ίδος, ἡ, Dim. of [[σκάφη]]; esp. <span class="sense"><span class="bld">I</span> [[bowl]], <b class="b3">ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε</b> <b class="b2">small milk-pails</b>, <span class="bibl">Od.9.223</span>; mentioned among <b class="b2">bakers' vessels</b> in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>417</span>; later, [[drinking vessel]] or [[measure]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.86</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Morb.</span>2.64</span>; [[pot]] for honey, <span class="bibl">Theoc.5.59</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[spade]], [[shovel]], σ. εἰς παλαίστραν <span class="title">Inscr.Délos</span> 290.76 (iii B.C.); used in dredging, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>98.27</span>: <b class="b3">ῥαπτὰς γειοφόρους σκαφίδας</b> perh. [[baskets]] for carrying earth, <span class="title">AP</span>6.297 (Phan.).</span><br /><span class="bld">σκᾰφ-ίς</span> (B), ίδος, ἡ, Dim. of [[σκάφος]] (B), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boat]], [[skiff]], ib.<span class="bibl">7.214</span> (Arch.), <span class="bibl">Palaeph.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 31 December 2020
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφη; esp. I bowl, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε small milk-pails, Od.9.223; mentioned among bakers' vessels in Ar.Fr.417; later, drinking vessel or measure, Hp.Mul.1.86, cf. Morb.2.64; pot for honey, Theoc.5.59. II spade, shovel, σ. εἰς παλαίστραν Inscr.Délos 290.76 (iii B.C.); used in dredging, Ph.Bel.98.27: ῥαπτὰς γειοφόρους σκαφίδας perh. baskets for carrying earth, AP6.297 (Phan.).
σκᾰφ-ίς (B), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφος (B), A boat, skiff, ib.7.214 (Arch.), Palaeph.12.
German (Pape)
[Seite 890] ίδος, ἡ, dim. von σκάφη, σκάφος; bes. – a) ein kleines Gefäß; neben γαυλοί als Melkgefäß genannt, Od. 9, 223, Milchnapf; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 b. – b) ein kleines Schiff, Nachen. – Bei Marc. Capella c. 6 eine Art Stundenzeiger oder Sonnenuhr, deren Zeiger den Schatten in ein beckenartig vertieftes Gefäß warf. – Auch = πτύον, Wurfschaufel. – Bei Phani. 4 (VI, 297) σκαφίδας ῥαπτὰς γειοφόρους.
Greek (Liddell-Scott)
σκαφίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σκάφιον, ὑποκορ. τοῦ σκάφη· μάλιστα δέ, 1) λεκάνη, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, σκεῦος πρὸς πόσιν ἢ μέτρον, ὡς τὸ κόγχη, Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - ἀγγεῖον μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς λέμβος, «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. σκάφη ΙΙΙ. ΙΙ. σκαφεῖον, σκαπάνη, πτύον, αὐτόθι 6. 297, Συνέσ. 66D.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
vase à traire, jatte.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάπτω.
English (Autenrieth)
ίδος (σκάπτω): bowl, pl., Od. 9.223†.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή σκάφη, σκαφίδι
2. μικρό πλοίο, βαρκάκι
3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος
4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών του σιτοποιού, του μυλωνά
5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα
6. είδος μαγειρικού σκεύους
7. αγγείο για μέλι
8. πιθ. καλάθι για τη μεταφορά χώματος
9. σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος. Ο τ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.
Greek Monotonic
σκᾰφίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκάφη, στον ίδ.
1. λεκάνη, κάδος για το άρμεγμα του γάλακτος, καρδάρα, σε Ομήρ. Οδ.· δοχείο για τη φύλαξη του μελιού, σε Θεόκρ.
2. μικρό σκάφος, λέμβος, σχεδία, σε Ανθ.· φτυάρι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к σκάφη
1) подойник Hom.;
2) корзина, плетенка: σ. γειοφόρος Anth. корзина для земли;
3) чаша, таз, миска Arph., Theocr.;
4) челнок, лодка Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφίς -ίδος, ἡ [σκάφη] nap, kom.
Middle Liddell
σκᾰφίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σκάφη
Dim. of σκάφη: esp.
1. a bowl, milk-pail, Od.:— a pot for honey, Theocr.
2. a small boat, skiff, canoe, Anth.
II. a shovel, Anth.