ὀλισθηρός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olisthiros | |Transliteration C=olisthiros | ||
|Beta Code=o)lisqhro/s | |Beta Code=o)lisqhro/s | ||
|Definition=ά, όν, <span class="sense"> | |Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slippery]], οἶμος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.96</span> (metaph.) ; ἂν . . ὀ. ᾖ τὸ χωρίον <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>7.15</span> ; λίθοι <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>4.3.6</span>, etc. ; of mucilage, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>10</span>, <span class="bibl">15</span> (Sup.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">slippery, hard to catch and keep hold of</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>231a</span> (Sup.) ; τύχη <span class="title">AP</span>10.66 (Agath.); <b class="b3">τὸ ὀ. τῆς διανοίας αὐτῶν</b> Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span> 22 ; ὀ. ἱκεσίη <span class="title">AP</span>5.215 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[liable to slip]], πόδες <span class="title">AP</span>7.542 (Stat. Flacc.) ; <b class="b3">ὀλισθηροὶ εἰς πόδας</b> ib.398 (Antip.) : metaph., πρὸς ὀργὴν ὀ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>1</span>. Adv. -ρῶς, ἔχειν πρός τι Id.2.31c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:30, 1 January 2021
English (LSJ)
ά, όν, A slippery, οἶμος Pi.P.2.96 (metaph.) ; ἂν . . ὀ. ᾖ τὸ χωρίον X.Eq.7.15 ; λίθοι Id.An.4.3.6, etc. ; of mucilage, Hp.Acut.10, 15 (Sup.). II metaph., slippery, hard to catch and keep hold of, Pl.Sph.231a (Sup.) ; τύχη AP10.66 (Agath.); τὸ ὀ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ps.-Luc.Philopatr. 22 ; ὀ. ἱκεσίη AP5.215 (Agath.). 2 liable to slip, πόδες AP7.542 (Stat. Flacc.) ; ὀλισθηροὶ εἰς πόδας ib.398 (Antip.) : metaph., πρὸς ὀργὴν ὀ. Plu.Cat.Mi.1. Adv. -ρῶς, ἔχειν πρός τι Id.2.31c.
German (Pape)
[Seite 323] schlüpfrig, glatt, wo man leicht ausgleitet; οἶμος, Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; τόπος, Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; τύχη, Agath. 66 (X, 66); ἱκεσία, 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθηρός: -ά, -όν, «γλιστερός», Λατ. lubricus, οἶμος Πινδ. Π. 2. 175· ἂν ... ὀλ. ᾖ τὸ χωρίον Ξεν. Ἱππ. 7, 15· λίθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ γλοιώδους οὐσίας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385, ἐν τῷ θετ. καὶ ὑπερθ, ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὐκόλως διαφεύγων, ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἢ κατέχει, Πλάτ. Σοφιστ. 231Α· τύχη Ἀνθ. Π. 10. 66· τὸ ὀλ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22· ὀλ. ἱκεσίη Ἀνθ. Π. 5. 2, 6· ὀλ. πρὸς ὀργὴν Πλάτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς ὀλίσθησιν, πόδες αὐτόθι 7. 542· ὀλισθηροὶ εἰς πόδας αὐτόθι 398· - Ἐπίρρ. ὀλισθηρῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 193· ὀλ. ἔχειν πρός τι Πλούτ. 2. 31C.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 glissant, propre à faire glisser;
2 qui glisse facilement, mobile, fugace.
Étymologie: ὀλισθάνω.
English (Slater)
ὀλισθηρός
1 slippery ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.96)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀλισθηρός, -ά, -όν)
αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί»)
αρχ.
1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα
2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση.
επίρρ...
ολισθηρώς (Α ὀλισθηρῶς)
με ολισθηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη- του ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθη-κα) + επίθημα -ρός (πρβλ. λαμπη-ρός, ουρη-ρός)].
Greek Monotonic
ὀλισθηρός: -ά, -όν,
I. γλιστερός, Λατ. lubricus, σε Πίνδ., Ξεν.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει κάποιος και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.
2. αυτός που έχει τάση να γλιστράει, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρός:
1) скользкий (οἶμος Pind.; χωρίον Xen.; τόπος Plut.);
2) перен. ненадежный, шаткий, непрочный (τύχη Anth.; τὸ γένος Plat.);
3) весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);
4) скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.).