ὁλοσχερής: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloscheris | |Transliteration C=oloscheris | ||
|Beta Code=o(losxerh/s | |Beta Code=o(losxerh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[whole]], [[entire]], [[complete]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Alim.</span>26</span>, <span class="bibl">Theoc.25.210</span> ; παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα <span class="bibl">Diph.90</span> ; [[ἀνήρ]] [S.]<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>1127.4</span> ; νόμισμα <span class="title">IG</span>12(7).67 <span class="title">B</span> (Amorgos) ; dub. in ib.12(5).593 (Ceos), cf. [[δολοσχερής]]. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[in large pieces]], <b class="b3">ὁ ἐλλέβορος -έστερος ληφθείς</b>, opp. <b class="b3">εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς</b>, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[absolute]], ἐξουσία <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>86.24</span> (ii A. D.) ; [[universal]], [[widespread]], ὁ. κρίσις <span class="bibl">Plb.1.57.6</span> ; φόβοι καὶ θόρυβοι <span class="bibl">Id.1.73.7</span> ; παλίρροια <span class="bibl">Id.1.82.3</span> ; προτέρημα <span class="bibl">Id.1.18.6</span> ; -εστέρα συμπλοκή <span class="bibl">Id.1.40.11</span> ; τὸ -έστερον μέρος <span class="bibl">Id.3.37.8</span> ; -εστέρα σπάνις <span class="title">IG</span>42(1).66.28 (Epid., i A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[in rough]] or [[general outline]], <b class="b3">τὸ ὁ</b>., as Adv., [[roughly]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.5</span> ; irreg. Sup. αἱ -ώταται δόξαι <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.3U.</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.75</span> J. (Comp.) ; opp. [[ἀκριβής]], <span class="bibl">Str.2.1.41</span>, cf. <span class="bibl">30</span> ; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.1.1</span> ; ὁλοσχερεῖ λόγῳ <span class="bibl">Plot.1.6.9</span> ; of an emetic (ἀποφορτισμός), [[incomplete]], opp. [[ἀκριβής]], Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.23.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> <b class="b3">-έστερα διαιτήματα</b> [[fuller]] diet, Gal.19.194. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-ρῶς, συνθλάσαι</b> pound [[coarsely]], Dsc.5.72 : Comp. -έστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10, cf. Gal.13.1044. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[entirely]], [[altogether]], [[utterly]], <span class="bibl">Diph.27</span>, <span class="title">IG</span>9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), <span class="bibl">Plb.1.10.1</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>6.5.2</span>, etc. ; ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J.[[BJ Prooem]].8 ; <b class="b3">ὁ. διακεῖσθαι πρός τι</b> to be [[quite]] bent upon a thing, v.l. in <span class="bibl">Isoc.5.135</span> ; <b class="b3">ὁ. οἰκοδομῆσαι</b> build [[completely]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>6.27(28)</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[roughly]], [[in a general way]], <span class="bibl">Str.2.1.30</span>, Longin.43.4 ; opp. [[ἀκριβῶς]], <span class="bibl">Plot.3.8.9</span> : Comp. -έστερον Gal.2.901.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ές, A whole, entire, complete, Hp. Alim.26, Theoc.25.210 ; παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90 ; ἀνήρ [S.]Fr.1127.4 ; νόμισμα IG12(7).67 B (Amorgos) ; dub. in ib.12(5).593 (Ceos), cf. δολοσχερής. b in large pieces, ὁ ἐλλέβορος -έστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158. 2 absolute, ἐξουσία BGU86.24 (ii A. D.) ; universal, widespread, ὁ. κρίσις Plb.1.57.6 ; φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7 ; παλίρροια Id.1.82.3 ; προτέρημα Id.1.18.6 ; -εστέρα συμπλοκή Id.1.40.11 ; τὸ -έστερον μέρος Id.3.37.8 ; -εστέρα σπάνις IG42(1).66.28 (Epid., i A. D.). 3 in rough or general outline, τὸ ὁ., as Adv., roughly, Thphr.HP3.18.5 ; irreg. Sup. αἱ -ώταται δόξαι Epicur.Ep.1p.3U., cf. Phld.Oec.p.75 J. (Comp.) ; opp. ἀκριβής, Str.2.1.41, cf. 30 ; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. Orib.49.1.1 ; ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9 ; of an emetic (ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib.8.23.2. 4 -έστερα διαιτήματα fuller diet, Gal.19.194. II Adv. -ρῶς, συνθλάσαι pound coarsely, Dsc.5.72 : Comp. -έστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10, cf. Gal.13.1044. 2 entirely, altogether, utterly, Diph.27, IG9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.Att.6.5.2, etc. ; ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J.BJ Prooem.8 ; ὁ. διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc.5.135 ; ὁ. οἰκοδομῆσαι build completely, LXX 1 Es.6.27(28). 3 roughly, in a general way, Str.2.1.30, Longin.43.4 ; opp. ἀκριβῶς, Plot.3.8.9 : Comp. -έστερον Gal.2.901.
German (Pape)
[Seite 327] ές (σχερός), ganz vollständig, VLL. erkl. τέλειος, ὁλόκληρος; ἀνήρ, Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1, 19, 11, κρίσις 1, 57, 5, ἀγών 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσχερής: -ές, ὡς τὸ ὁλόκληρος, ὅλος, ἀκέραιος, πλήρης, Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· παρατίθημι ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. ἐσφαλμένως ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, σπουδαῖος, μέγας, συχν. παρὰ Πολυδ., ὁλ. κρίσις, φόβοι, ἀγών 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον μέρος 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι πρός τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, καθόλου, γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
entier, complet, accompli.
Étymologie: ὅλος, σχεῖν.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁλοσχερής, -ές)
ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν», Πολ.)
2. απόλυτος («ὁλοσχερὴς ἐξουσία», πάπ.)
3. αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια
4. αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές («ὁλοσχερεῑ λόγῳ», Πλωτ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁλοσχερές
χονδρικώς, με γενικό τρόπο.
επίρρ...
ολοσχερώς (ΑΜ ὁλοσχερώς)
ολοκληρωτικά, τελείως, εντελώς, κατά κράτος («τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβαλεῑν», Πολ.)
αρχ.
1. σε μεγάλα τεμάχια («ὁλοσχερῶς συνθλάσαι», Διοσκ.)
2. με γενικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -σχερής (< σχερός / σχερόν «συνέχεια, σειρά, ακολουθία», τ. που πρέπει να συνδέεται με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ἔχω, πρβλ. αόρ. ἔ-σχ-ον, παρακμ. ἔ-σχ-ηκα), βλ. και επισχερώ].
Greek Monotonic
ὁλοσχερής: -ές,
1. όπως το ὁλόκληρος, καθολικός, εντελής, ακέραιος, πλήρης, Λατ. integer, σε Θεόκρ.
2. αυτός που σχετίζεται με το σύνολο, σημαντικός, υπολογίσιμος, σπουδαίος, μέγας, σε Πολύβ.· επίρρ. -ρῶς, εντελώς, τελείως, στον ίδ. (προέλ. του -σχερής αμφίβ.).
Russian (Dvoretsky)
ὁλοσχερής:
1) целый, полный, законченный (δόξαι Epicur.);
2) главный, важный, важнейший (ἀγών, κρίσις, ἔγκλιμα Polyb.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: complete, whole, general (hell.).
Derivatives: ὁλοσχέρεια f. (Phld. Rh.. Str. a.o.)
See also: s. ἐπισχερώ.
Middle Liddell
ὁλο-σχερής, ές like ὁλόκληρος
1. whole, entire, complete, Lat. integer, Theocr.
2. relating to the whole, important, considerable, Polyb.:—adv. -ρῶς, entirely, utterly, Polyb. [The sense of -σχερής is uncertain
Frisk Etymology German
ὁλοσχερής: {holoskherḗs}
Meaning: ganz, vollständig, allgemein (hell.)
Derivative: mit ὁλοσχέρεια f. (Phld. Rh.. Str. u.a.)
See also: s. ἐπισχερώ.
Page 2,381