διπλός: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῦνκαι [[διπλός]], -ή, -όν<br />Α και [[διπλόος]], -η, -ον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (> - > <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῦν
|mltxt=-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῦν και [[διπλός]], -ή, -όν<br />Α και [[διπλόος]], -η, -ον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (> - > <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῦν
</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλός Medium diacritics: διπλός Low diacritics: διπλός Capitals: ΔΙΠΛΟΣ
Transliteration A: diplós Transliteration B: diplos Transliteration C: diplos Beta Code: diplo/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for διπλόος (cf. ἁπλός), Opp.C.2.449, AP10.101 (Bianor): Comp. διπλότερος, A = διπλάσιος, App.Praef.10, Ev.Matt.23.15.

Greek (Liddell-Scott)

διπλός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διπλόος (πρβλ. ἁπλός), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = διπλάσιος, Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15.

Spanish (DGE)

v. διπλόος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῦν και διπλός, -ή, -όν
Α και διπλόος, -η, -ον
θηλ. και διπλέη)
1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο»)
2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή χλαίνα, κουβέρτα»)
3. αυτός που αποτελείται από δύο ίδια μέρη («παίει... μάστιγι διπλῇ», «διπλή σιδηροδρομική γραμμή»)
4. διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
5. το συγκριτικό διπλότερος (με γεν.)
α) διπλάσιος από άλλον στον χώρο, το βάρος, την έκταση ή ένταση
β) μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)
6. αυτός που γίνεται δύο φορές («συμβόλαιο εις διπλούν»)
νεοελλ.
1. έντονος, ισχυρός, εξαιρετικόςδιπλός καημός»)
2. φρ. «διπλό κρεβάτι, σεντόνι, κουβέρτα κ.λπ.» — για δύο
3. το ουδ. ως ουσ. το διπλό
α) (για νόμισμα) δίδραχμο
β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο
4. φρ. α) «τά βλέπει διπλά» — είναι εντελώς μεθυσμένος
β) «και του χρόνου διπλός» — ευχή σε άγαμο να παντρευτεί γρήγορα
γ) «έγινε διπλός» — πάχυνε υπερβολικά
δ) «διπλά και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά
μσν.
«διπλῆ γνώμη» — διγνωμία
αρχ.-μσν.
διπλή
αρχ.
1. κυρτωμένος, καμπουριασμένος
2. αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές
3. αμοιβαίος
4. στον πληθ. δύο
5. αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα
6. (για σπίτι) διώροφο
7. (ως επίρρ.) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — διπλά, δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη
8. για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο
9. το θηλ. ως ουσ. α) η διπλή
διπροσωπία, δολιότητα
β) σημάδι στο περιθώριο χειρογράφων (> - > < - <) για να δηλωθεί διάφορη γραφή, αθέτηση στίχου κ.λπ. και στα δραματικά κείμενα αλλαγή προσώπου
γ) είδος χορού
δ) διπλοΐς
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ διπλοῦν
δοχείο όπου ψήνουν φάρμακα
11. (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. απλός].

Greek Monotonic

διπλός: -ή, -όν, ποιητ. αντί διπλόος, σε Ανθ., Κ.Δ.