ἕρπης: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erpis | |Transliteration C=erpis | ||
|Beta Code=e(/rphs | |Beta Code=e(/rphs | ||
|Definition=ητος, ὁ, (ἕρπω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shingles]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.11</span> (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>5.22</span>:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, <span class="bibl">Ph.2.64</span> ; ἑρπήνη, ἡ, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>377.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἕρπης, ητος, ὁ,</b> name of an animal (snake ?), <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>30.116</span>, prob. in <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>19.1</span> ([[ὅπητες]] cod.).</span> | |Definition=ητος, ὁ, (ἕρπω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shingles]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.11</span> (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>5.22</span>:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, <span class="bibl">Ph.2.64</span>; ἑρπήνη, ἡ, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>377.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἕρπης, ητος, ὁ,</b> name of an animal (snake ?), <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>30.116</span>, prob. in <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>19.1</span> ([[ὅπητες]] cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 22 May 2021
English (LSJ)
ητος, ὁ, (ἕρπω) A shingles, Hp.Prorrh.2.11 (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι Id.Aph.5.22:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, Ph.2.64; ἑρπήνη, ἡ, EM377.7. II ἕρπης, ητος, ὁ, name of an animal (snake ?), Plin.HN30.116, prob. in Philum.Ven.19.1 (ὅπητες cod.).
German (Pape)
[Seite 1034] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρπης: -ητος, ὁ, (καθ’ Ἡρωδιαν. δὲ παρὰ Χοιροβ. 54. 29, ἑρπής, -ῆτος) (ἕρπω): νόσημα χαλεπὸν τοῦ δέρματος ἔξαπλούμενον κατὰ μῆκος καὶ πλάτος, Foës. Oec. Ἱππ.· ἕρπης ἐσθιόμενος Ἱππ. Ἀφ. 1253· - ὡσαύτως ἑρπὴν -ῆνος, ὁ, Φίλων 2. 64 - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολόγ.: «ἐρπὴν ὄνομα πάθους. παρὰ τὸ ἕρπω ἑρπήν ἔστι δὲ πάθος χαλεπὸν ἀπὸ τοῦ ἕρπειν καθ’ ὅλου τοῦ σώματος· ἐπιπλατύνεται γὰρ τῷ σώματι οὐκ εἰς ὄγκον, ἀλλ’ εἰς πλάτος καὶ μῆκος. λέγεται δὲ καὶ ἑρπίνη ὡς εὗρον εἰς τὸ Λεξικὸν» (Ἀνεκδ. Βεκκ. 256. 18, καὶ Φωτίου Λεξ. ἐν λέξει).
Greek Monolingual
και έρπητας, ο (AM ἕρπης
Α και ἑρπήν, ὁ και ἑρπήνη, ἡ)
οξεία πάθηση του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη εμφάνιση και εξάπλωση φυσαλλίδων με κόκκινη βάση
νεοελλ.
φρ.
1. «έρπης ίρις» — μορφή πολύμορφου ερυθήματος
2. «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες εξάνθημα του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή μετά τον τοκετό
3. «ἐρπης ζωστήρ» — βλ. ζωστήρας
αρχ.
ὁ ἕρπης
ονομασία κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπ-ω + -ης (πρβλ. κέλ-ης < κέλλω)].