ἀκοσμία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -η Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.287<br /><b class="num">I</b> [[carencia de adorno]]<br /><b class="num">1</b> c. sent. peyorativo [[desadorno]], [[fealdad]], [[mal gusto]], [[desazón]] κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων [[ἀκοσμία]] Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.122<br /><b class="num">•</b>de la [[fealdad]] producida por una cicatriz [[ἀφόρητος]] ... ἡ ἀ. <i>Hippiatr.Paris</i>.262.<br /><b class="num">2</b> c. sent. positivo [[sencillez]] Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desorden]], [[tumulto]], [[confusión]] θόρυβος καὶ λόγων [[ἀκοσμία]] E.<i>IA</i> 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.<i>Hom</i>.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.<i>Tact</i>.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[caos]], [[desorden]] τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.<i>Grg</i>.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.<i>Mu</i>.399<sup>a</sup>14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.<i>in Prm</i>.205.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[desenfreno]], [[exceso]] οὐ κόσμος ... ἀλλ' [[ἀκοσμία]] φαίνοιτ' ἄν S.<i>Fr</i>.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.<i>Smp</i>.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.<br /><b class="num">III</b> en Creta [[suspensión de la magistratura de los κόσμοι]] Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>8.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -η Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.287<br /><b class="num">I</b> [[carencia de adorno]]<br /><b class="num">1</b> c. sent. peyorativo [[desadorno]], [[fealdad]], [[mal gusto]], [[desazón]] κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων [[ἀκοσμία]] Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.122<br /><b class="num">•</b>de la [[fealdad]] producida por una cicatriz [[ἀφόρητος]] ... ἡ ἀ. <i>Hippiatr.Paris</i>.262.<br /><b class="num">2</b> c. sent. positivo [[sencillez]] Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desorden]], [[tumulto]], [[confusión]] θόρυβος καὶ λόγων [[ἀκοσμία]] E.<i>IA</i> 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.<i>Hom</i>.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.<i>Tact</i>.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[caos]], [[desorden]] τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.<i>Grg</i>.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.<i>Mu</i>.399<sup>a</sup>14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.<i>in Prm</i>.205.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[desenfreno]], [[exceso]] οὐ κόσμος ... ἀλλ' [[ἀκοσμία]] φαίνοιτ' ἄν S.<i>Fr</i>.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.<i>Smp</i>.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.<br /><b class="num">III</b> en Creta [[suspensión de la magistratura de los κόσμοι]] Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>8.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοσμία Medium diacritics: ἀκοσμία Low diacritics: ακοσμία Capitals: ΑΚΟΣΜΙΑ
Transliteration A: akosmía Transliteration B: akosmia Transliteration C: akosmia Beta Code: a)kosmi/a

English (LSJ)

ἡ, A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος 11.1), S.Fr.846: in pl., Pl.Smp.188b; αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340. 2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205. II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος III), Arist.Pol.1272b8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -η Gr.Naz.Mul.Orn.287
I carencia de adorno
1 c. sent. peyorativo desadorno, fealdad, mal gusto, desazón κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies Clem.Al.Paed.2.12.122
de la fealdad producida por una cicatriz ἀφόρητος ... ἡ ἀ. Hippiatr.Paris.262.
2 c. sent. positivo sencillez Gr.Naz.l.c.
II 1desorden, tumulto, confusión θόρυβος καὶ λόγων ἀκοσμία E.IA 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.Tact.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e
en sent. fil. caos, desorden τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.Grg.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.Mu.399a14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.in Prm.205.
2 en sent. moral desenfreno, exceso οὐ κόσμος ... ἀλλ' ἀκοσμία φαίνοιτ' ἄν S.Fr.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.Smp.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.VV 1251a22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.
III en Creta suspensión de la magistratura de los κόσμοι Arist.Pol.1272b8.

Greek Monolingual

η (Α ἀκοσμία)
απρεπής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη
«ακοσμία του πλήθους»
αρχ.
1. αταξία, ακαταστασία
2. υπερβολική χρήση, υπερβολή
3. η περίοδος, κατά τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης
μσν.
η έλλειψη στολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοσμος
η λ. ακοσμία ως νεώτερος φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου Akosmismus < α- στερητ. + κόσμος, ο οποίος πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ
ο όρος αποδόθηκε επίσης και ως ακοσμισμός από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά].

Greek Monotonic

ἀκοσμία: ἡ, ακαταστασία, σε Πλάτ.· ακράτεια, υπερβολή, σε Ευρ.· με ηθική σημασία, αταξία, έκλυση ηθών, αναταραχή, άστατη διαχείριση, συμπεριφορά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοσμία: ἡ неупорядоченность, беспорядочность, беспорядок, смятение Plat., Arst., Plut.: πλεονεξίαι καὶ ἀκοσμίαι Plat. беспорядочная чрезмерность; λόγων ἀ. Eur. безобразные речи.

Middle Liddell

[from ἄκοσμος
disorder, Plat.: extravagance, Eur.:—in moral sense, disorderliness, disorderly conduct, Soph.

English (Woodhouse)

disorder, disorderliness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)