Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἰοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[μενεξεδής]], [[ιόχρους]] («ἰοειδέα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, [[ευώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰοειδές</i> ή <i>ἰώδες</i><br />το [[χρώμα]] του ίου, το μενεξεδί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>κολλο</i>-<i>ειδής</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]] («ἰοειδὲς [[κέντρον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἰοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[μενεξεδής]], [[ιόχρους]] («ἰοειδέα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, [[ευώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰοειδές</i> ή <i>ἰώδες</i><br />το [[χρώμα]] του ίου, το μενεξεδί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>κολλο</i>-<i>ειδής</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]] («ἰοειδὲς [[κέντρον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοειδής Medium diacritics: ἰοειδής Low diacritics: ιοειδής Capitals: ΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ioeidḗs Transliteration B: ioeidēs Transliteration C: ioeidis Beta Code: i)oeidh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, (ἴον) A like the flower ἴον 1, purple, in Hom. always of the sea, ἰοειδέα πόντον, whether calm or stormy, Il.11.298, Od.5.56, 11.107, Hes.Th.844; κρήνη ib.3. II (ἰός B) poisonous, κέντρον Nic.Th.886; λοιγός ib.243. [Nic. makes ῐ short, as conversely he has ῑάσι from ἴον (q.v.).]

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, κρήνη Hes. Th. 3; ὕδωρ Theocr. 16, 62; – giftig, λοιγός Nic. Th. 243; κέντρον 886. Vgl. ἰώδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοειδής: -ές, (ἴον) ὅμοιος πρὸς τὸ ἄνθος ἴον (ἴδε ἴον IV), πορφυροῦς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, εἴτε ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· εἴτε ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· κρήνη ὁ αὐτ. 3· ὕδωρ Θεόκρ. 16. 62 (ἔνθα ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., λοιγός, κέντρον Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, εὐώδης, εὔοσμος, κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.
Étymologie: ἴον, εἶδος.

English (Autenrieth)

ές (ϝίον, ϝεῖδος): violetcolored, deep blue, epithet of the sea.

Greek Monolingual

(I)
-ές (Α ἰοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών
αρχ.
1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰοειδές ή ἰώδες
το χρώμα του ίου, το μενεξεδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, κολλο-ειδής].
(II)
ἰοειδής, -ές (Α)
αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός («ἰοειδὲς κέντρον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -ειδής].

Greek Monotonic

ἰοειδής: -ές (ἴον, εἶδος), όμοιος με τη βιολέτα, βιολετής, πορφυρός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοειδής: (ῑο) похожий цветом на фиалку, т. е. темно-синий (πόντος Hom.; κρήνη Hes.; ὕδωρ Theocr. - v. l. διαειδής).

Middle Liddell

ἰο-ειδής, ές [ἴον, εἶδος
like the violet, purple, of the sea, Hom.