θανατηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thanatiforos
|Transliteration C=thanatiforos
|Beta Code=qanathfo/ros
|Beta Code=qanathfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[death-bringing]], αἶσα <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>369</span> (lyr.); <b class="b3">περίοδος θανατηφόρος</b>: [[cycle of mortality]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>617d</span>; of hurts or accidents, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>48</span>; of a surgical operation, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.45.17.6</span>; <b class="b3">ῥίζα ἐν Αἰθιοπία</b>, of arrow-poison, [[Acokanthera Schimperi]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.2</span>; ὀδύναι <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>672a36</span>; <b class="b3">νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως</b> <b class="b2">unpitied, her children lie on the ground, causing death by contagion, with no one to mourn them</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>181</span> (lyr.); <b class="b3">πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.32</span>; ἁμαρτία <span class="bibl">LXX<span class="title">Nu.</span>18.22</span>; [[δίκαι]] [[capital]] trials, <span class="title">Not.Arch.</span>4.19 (Cyrene, Aug.); ἐπιστολή <span class="bibl">Hdn.4.12.8</span>; περιστάσεις <span class="bibl">Vett.Val.225.7</span>. Adv. -ρως, νοσεῖν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.148S.: neut. sg. as Adv., ἐπλήγη οὐχὶ -φόρον <span class="bibl">Aen.Tact.27.9</span>; but <b class="b3">θανατηφόρον ᾄδειν</b> to [[sing a death song]], AP11.186 (Nicarch.).</span>
|Definition=ον, [[death-bringing]], [[αἶσα]] A.Ch.369 (lyr.); [[περίοδος θανατηφόρος]]: [[cycle of mortality]], Pl.R.617d; of [[hurt]]s or [[accident]]s, Hp.Art.48; of a [[surgical]] [[operation]], Antyll. ap. Orib.45.17.6; [[ῥίζα ἐν Αἰθιοπία]], of [[arrow]]-[[poison]], [[Acokanthera schimperi]], Thphr.HP9.15.2; ὀδύναι Arist.PA672a36; νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται [[ἀνοίκτως]] = [[unpitied]], her [[child]]ren [[lie]] on the [[ground]], causing [[death]] by [[contagion]], [[with no one to mourn them]], S.OT181 (lyr.); [[πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ]]. X.HG2.3.32; [[ἁμαρτία]] LXXNu.18.22; [[δίκαι]] [[capital]] trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.); [[ἐπιστολή]] Hdn.4.12.8; περιστάσεις Vett.Val.225.7. Adv. [[θανατηφόρως]] [[νοσεῖν]] = be sick unto death Phld.Rh.2.148S.: neut. sg. as Adv., ἐπλήγη οὐχὶ θανατηφόρον Aen.Tact.27.9; but [[θανατηφόρον ᾄδειν]] = to [[sing a death song]], AP11.186 (Nicarch.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 13:08, 20 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτηφόρος Medium diacritics: θανατηφόρος Low diacritics: θανατηφόρος Capitals: ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thanatēphóros Transliteration B: thanatēphoros Transliteration C: thanatiforos Beta Code: qanathfo/ros

English (LSJ)

ον, death-bringing, αἶσα A.Ch.369 (lyr.); περίοδος θανατηφόρος: cycle of mortality, Pl.R.617d; of hurts or accidents, Hp.Art.48; of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.17.6; ῥίζα ἐν Αἰθιοπία, of arrow-poison, Acokanthera schimperi, Thphr.HP9.15.2; ὀδύναι Arist.PA672a36; νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως = unpitied, her children lie on the ground, causing death by contagion, with no one to mourn them, S.OT181 (lyr.); πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ. X.HG2.3.32; ἁμαρτία LXXNu.18.22; δίκαι capital trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.); ἐπιστολή Hdn.4.12.8; περιστάσεις Vett.Val.225.7. Adv. θανατηφόρως νοσεῖν = be sick unto death Phld.Rh.2.148S.: neut. sg. as Adv., ἐπλήγη οὐχὶ θανατηφόρον Aen.Tact.27.9; but θανατηφόρον ᾄδειν = to sing a death song, AP11.186 (Nicarch.).

English (Strong)

from (the feminine form of) θάνατος and φέρω; death-bearing, i.e. fatal: deadly.

German (Pape)

[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.

English (Thayer)

θανατηφόρον (θάνατος and φέρω), death-bringing, deadly: Aeschylus, Plato, Aristotle, Diodorus, Xenophon, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο
μσν.
αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)
αρχ.
φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.
επίρρ...
θανατηφόρως και θανατηφόρον (Α)
με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που επιφέρει θάνατο, θανάσιμος, μοιραίος, σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτηφόρος:
1) таящий в себе смерть, смертоносный (γένεθλα Soph.);
2) губительный, смертный (αἶσα Aesch.);
3) кровопролитный (μεταβολαὶ πολιτειῶν Xen.);
4) причиняющий смерть (ὀδύναι Arst.; νόσημα Plut.; ἰός NT);
5) смертный, подверженный смерти (γένος Plat.);
6) внушенный скорбью об умершем, траурный: θανατηφόρον (sc. ᾆσμα или μέλος) ᾄδειν Anth. петь песнь об умершем.

Middle Liddell

θᾰνᾰτηφόρος, ον φέρω
death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.

Chinese

原文音譯:qanat»foroj 他那帖-賀羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:死-攜帶(著)
字義溯源:死亡-攜帶的,致死的,害死人的;由(θάνατος / ἀθάνατος)=死亡)與(φέρω)*=負擔,背)組成;而 (θάνατος / ἀθάνατος)出自(θνῄσκω)*=死)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 致死的(1) 雅3:8