ἐπαγωγός: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epagogos | |Transliteration C=epagogos | ||
|Beta Code=e)pagwgo/s | |Beta Code=e)pagwgo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing on]], μανίας <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>57.5</span> (anap.); ἡδονῆς <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Hel.</span>10</span>; ὕπνου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>45d</span>; κίνησις ἐ. ὁράσεως <span class="bibl">Ph.2.359</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[attractive]], [[alluring]], τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν <span class="bibl">Hdt.3.53</span>, cf.<span class="bibl">Th.4.88</span>; <b class="b3">ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ</b>, of ex-parte statements, <span class="bibl">Id.6.8</span>, cf. <span class="bibl">5.85</span>; <b class="b3">ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι</b> ib. ''III''; ἐ. πρός τι <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>13.9</span>; λόγοι ἐ. <span class="bibl">D.59.70</span>; of [[dainty]] dishes, ὄψον . . ἐ. πάνυ <span class="bibl">Antiph.242</span>: Sup., δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα <span class="bibl">Ph.1.396</span>: c. gen., ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων <span class="bibl">D.H.<span class="title">Isoc.</span>3</span>; τοῦ δήμου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>2</span>; also ἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.181</span>; <b class="b3">ἐπαγωγόν ἐστι</b>, c. inf., it is a [[temptation]] to... <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.5.5</span>; τὸ ἐ. [[seductiveness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>44c</span>: neut. as | |Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing on]], μανίας <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>57.5</span> (anap.); ἡδονῆς <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Hel.</span>10</span>; ὕπνου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>45d</span>; κίνησις ἐ. ὁράσεως <span class="bibl">Ph.2.359</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[attractive]], [[alluring]], τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν <span class="bibl">Hdt.3.53</span>, cf.<span class="bibl">Th.4.88</span>; <b class="b3">ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ</b>, of ex-parte statements, <span class="bibl">Id.6.8</span>, cf. <span class="bibl">5.85</span>; <b class="b3">ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι</b> ib. ''III''; ἐ. πρός τι <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>13.9</span>; λόγοι ἐ. <span class="bibl">D.59.70</span>; of [[dainty]] dishes, ὄψον . . ἐ. πάνυ <span class="bibl">Antiph.242</span>: Sup., δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα <span class="bibl">Ph.1.396</span>: c. gen., ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων <span class="bibl">D.H.<span class="title">Isoc.</span>3</span>; τοῦ δήμου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>2</span>; also ἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.181</span>; <b class="b3">ἐπαγωγόν ἐστι</b>, c. inf., it is a [[temptation]] to... <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.5.5</span>; τὸ ἐ. [[seductiveness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>44c</span>: neut. as adverb, ἐπαγωγὸν μειδιᾶν <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMeretr.</span>1.2</span>, <span class="bibl">6.3</span>. Adv. -γῶς <span class="bibl">Poll.4.24</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">Paus.9.12.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 30 May 2022
English (LSJ)
όν, A bringing on, μανίας A.Fr.57.5 (anap.); ἡδονῆς Gorg.Hel.10; ὕπνου Pl.Ti.45d; κίνησις ἐ. ὁράσεως Ph.2.359. II attractive, alluring, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. III; ἐ. πρός τι X.Oec.13.9; λόγοι ἐ. D.59.70; of dainty dishes, ὄψον . . ἐ. πάνυ Antiph.242: Sup., δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396: c. gen., ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3; τοῦ δήμου Plu.Publ.2; also ἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to... X.Mem.2.5.5; τὸ ἐ. seductiveness, Pl.Phlb.44c: neut. as adverb, ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2, 6.3. Adv. -γῶς Poll.4.24: Sup. -ότατα Paus.9.12.5.
German (Pape)
[Seite 894] herbeiführend; μανίας Aesch. frg. 51; ὕπνου Plat. Tim. 45 d; verlockend, verführend, γοήτευμα Phil. 44 c; τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Her. 3, 53; λόγοι Dem. 59, 70; καὶ οὐκ ἀληθῆ Thuc. 6, 8 u. öfter; ἐπαγωγόν ἐστιν, c. int., es ist einladend, Xen. Mem. 2, 55; von Speisen, Antiphan. bei Ath. I, 28 f; μειδιᾶν ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν Luc. D. Her. 6, öfter, wie a. Sp.; πρός τι, Xen. Oec. 13, 9; εἴς τι, Paus. 9, 12, 4; Ἰσοκράτης ἐπ. τῶν ἀκροωμένων D. Hal. de Isocr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωγός: -όν, ὁ ἐπιφέρων, μανίας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὕπνου Πλάτ. Τίμ. 45D. ΙΙ. ὡς τὸ ἐφολκός, ἑλκυστικός, θελκτικός, καταθέλγων, ἐξαπατῶν, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Ἡρόδ. 3. 53. πρβλ. Θουκ. 4. 88· ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ Θουκ. 6. 8, πρβλ. 5. 85· τὸ αἰσχρὸν καλούμενον ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπεσπάσαντο αὐτόθι 111· ἐπ. πρός τι Ξεν. Οἰκ. 13, 9· ― οὕτως, ἐπὶ ὀρεκτικῶν φαγητῶν, ὄψον..., ἐπ. πάνυ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 28: ― μετὰ γεν., ἐπ. τινὸς Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2· τοῦ δήμου Πλουτ. Ποπλ. 2: ― ἐπαγωγόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., πρόσφορον, συμφέρον, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5. 5· τὸ ἐπ., τὸ ἀπατηλόν, Πλάτ. Φίλ. 44C· ὡς Ἐπίρρ. ἐπαγωγόν, θελκτικῶς, μειδιᾷ πάνυ ἐπαγωγὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 1, 2. 6. 3, καὶ ἐπαγωγῶς Πολυδ. Δ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène à soi, qui attire, engageant, séduisant en parl. de choses ; ἐπ. τινος qui attire ou se concilie qqn ; πρός τι XÉN qui amène par la persuasion à faire qch;
Sp. ἐπαγωγότατος.
Étymologie: ἐπάγω.
Greek Monolingual
-ό (Α ἐπαγωγός, -όν) επάγω
ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα»)
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.)
2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», Θουκ.)
3. αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει
4. (για φαγητό) νόστιμος («ὄψον ἐπαγωγὸν πάνυ»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαγωγόν
ελκυστικότητα, προσέλκυση
6. (το ουδ. επιρρηματικώς) έπαγωγόν
θελκτικά, γοητευτικά.
Greek Monotonic
ἐπᾰγωγός: -όν (ἐπάγω), ελκυστικός, δελεαστικός, γοητευτικός, θελκτικός, αυτός που αποπλανεί, που εξαπατά, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐπαγωγόν ἐστι, με απαρ., είναι πρόσφορο, είναι συμφέρον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγωγός:
1) приводящий или несущий с собой, влекущий за собой: ἐ. ὕπνου Plat. наводящий сон, снотворный; ἐ. πρὸς τὸ πείθεσθαι Xen. заставляющий повиноваться; ἐ. οἴκτου Plut. возбуждающий сострадание;
2) влекущий, соблазнительный, заманчивый (τὰ ἐπαγωγὰ λέγειν Her. или διαλέγεσθαι Plut.): μορφῆς ἐπαγωγὸν εἶδος Plut. очаровательная наружность; τὰ ἐπαγωγὸν γοήτευμα Plat. надувательский прием; ἐ. δήμου или ὄχλου Plut. способный увлечь народные массы.
Middle Liddell
ἐπᾰγωγός, όν ἐπάγω
attractive, tempting, alluring, seductive, Hdt., Thuc.:— ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation, Xen.