φρικώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frikodis
|Transliteration C=frikodis
|Beta Code=frikw/dhs
|Beta Code=frikw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[attended with shivering]], <b class="b3">πνρετὸς φ</b>. a fever [[with shivering fits]], [[ague]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.59</span>; δυσουρία φ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.5</span>; οἱ φ. [[those who suffer from such fits]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>12</span>, al.; <b class="b3">τὸ φ</b>. [[roughness]], [[unevenness of the skin]], as in aguish fits, ib.<span class="bibl">17</span>, cf. Gal.6.195. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that causes shuddering]] or [[horror]], [[awful]], [[horrible]], ὄψις <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1336</span> (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φ. <span class="bibl">And.1.29</span>; <b class="b3">φρικώδη κλύειν</b> [[horrible]] to hear, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1202</span>; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.<span class="title">Mus.</span> p.50 K.; <b class="b3">φ. ἄποψις, θέαμα</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>843a16</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>15</span>, Anon. <span class="title">Oxy.</span> 416.9, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.31c</span>; τὸ -έστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>3p.61U.</span>; -έστατος ὅρκος <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>48.6</span> (vi A. D.), etc.: neut. [[φρικῶδες]], as adverb, [[horribly]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1216</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[inspiring religious awe]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">TG</span>21</span> (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., <b class="b3">ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν</b>, of the terrors of a court of justice, <span class="bibl">D.23.74</span>.</span>
|Definition=ες,<br><span class="bld">A</span> [[attended with shivering]], [[πυρετός|πυρετὸς]] φρικώδης = a [[fever]] [[with shivering fits]], [[ague]], Hp.Epid.1.2, Sor.1.59; [[δυσουρία]] φρικώδης Hp.Aph.3.5; [[οἱ φρικώδεις]] = [[those who suffer from shivering fits]], Id.Coac.12, al.; [[τὸ φρικώδες]] = [[roughness]], [[unevenness of the skin]], as in [[aguish]] fits, ib.17, cf. Gal.6.195.<br><span class="bld">II</span> [[that causes shuddering]] or [[that causes horror]], [[awful]], [[horrible]], [[ὄψις]] Ar.Ra.1336 (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.1.29; φρικώδη [[κλύειν]] = [[horrible]] to [[hear]], E.Hipp.1202; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.Mus. p.50 K.; φρικώδης [[ἄποψις]], φρικώδες [[θέαμα]], Arist.Mir.843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c; τὸ φρικωδέστατον τῶν κακῶν ὁ [[θάνατος]] Epicur.Ep.3p.61U.; φρικωδέστατος [[ὅρκος]] PStrassb.48.6 (vi A. D.), etc.: neut. [[φρικῶδες]], as adverb, [[horribly]], E.Hipp.1216.<br><span class="bld">b</span> [[inspiring religious awe]], Plu. TG21 (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the [[terror]]s of a [[court of justice]], D.23.74.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:49, 1 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑκώδης Medium diacritics: φρικώδης Low diacritics: φρικώδης Capitals: ΦΡΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phrikṓdēs Transliteration B: phrikōdēs Transliteration C: frikodis Beta Code: frikw/dhs

English (LSJ)

ες,
A attended with shivering, πυρετὸς φρικώδης = a fever with shivering fits, ague, Hp.Epid.1.2, Sor.1.59; δυσουρία φρικώδης Hp.Aph.3.5; οἱ φρικώδεις = those who suffer from shivering fits, Id.Coac.12, al.; τὸ φρικώδες = roughness, unevenness of the skin, as in aguish fits, ib.17, cf. Gal.6.195.
II that causes shuddering or that causes horror, awful, horrible, ὄψις Ar.Ra.1336 (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.1.29; φρικώδη κλύειν = horrible to hear, E.Hipp.1202; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.Mus. p.50 K.; φρικώδης ἄποψις, φρικώδες θέαμα, Arist.Mir.843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c; τὸ φρικωδέστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.61U.; φρικωδέστατος ὅρκος PStrassb.48.6 (vi A. D.), etc.: neut. φρικῶδες, as adverb, horribly, E.Hipp.1216.
b inspiring religious awe, Plu. TG21 (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the terrors of a court of justice, D.23.74.

German (Pape)

[Seite 1306] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος, Medic. – Uebh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.

Greek (Liddell-Scott)

φρικώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑπὸ φρίκης ἢ φρικιάσεως συνοδευόμενος, πυρετὸς φρ., ὁ μετὰ φρικιάσεως ἢ ῥίγους, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 949· δυσουρία φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1247· ― τὸ φρικῶδες, ἡ τραχύτης, ἀνωμαλία τῆς ἐπιδερμίδος, οἷον ὅταν κατέχηταί τις ὑπὸ ἠπιάλου ἢ παροξυσμοῦ ῥίγους, Ἱππ., Γαλην. ΙΙ. ἐμποιῶν φρίκην ἢ τρόμον, φοβερός, τρομερός, φρικτός, ὄψις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1336 (λυρ.)· τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη Ἀνδοκ. 5. 5· φρικώδη κλύειν, δεινὰ ἀκοῦσαι, Εὐρ. Ἱππ. 1202· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 2, Πλούτ., κλπ.· ― οὐδ. φρικῶδες, ὡς ἐπίρρ., φρικτῶς, Εὐρ. Ἱππόλ. 1216· ― ὡσαύτως ἐπὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἀριστείδ. 1. 256. ― Ἐπίρρ. -δῶς, φρικωδέστατα ἔχειν, ἐπὶ τῆς φρίκης τοῦ δικαστηρίου, Δημ. 644. 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui fait frissonner, effrayant, terrible;
2 accompagné de frissons en parl. de maladie;
Sp. φρικωδέστατος.
Étymologie: φρίξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / φρικώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φρίξ, φρικός]
φρικαλέος, φρικτός
αρχ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.)
2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος
3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες
α) ως ουσ. η τραχύτητα δέρματος που ανατριχιάζει
β) (ως επίρρ.) φρικτά, φρικωδώς.
επίρρ...
φρικωδώς / φρικωδῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο φρικώδη, φρικτά
αρχ.
φρ. «ἔχω φρικωδῶς» — εμπνέω φρίκη (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

φρῑκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που συνδέεται με τη φρίκη, φρικτός, σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. φρικῶδες, ως επίρρ., με φρίκη, φρικτά, σε Ευρ.· επίρρ. -δῶς, υπερθ. φρικωδέστατα ἔχειν, βρίσκομαι στην απόλυτη φρίκη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φρῑκώδης: приводящий в трепет, ужасный, страшный (ὄψις Arph.; θέαμα, ὅρκοι Plut.): βρόμος φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.

Middle Liddell

φρῑκ-ώδης, ες εἶδος
that causes shuddering, horrible, Eur., Ar.:—neut. φρικῶδες, as adv. horribly, Eur.:— adv. -δῶς, Sup., φρικωδέστατα ἔχειν to be in utter horror, Dem.

English (Woodhouse)

alarming, dreadful, fearful, horrible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)