τέλεσμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το βυζαντινορρωμαϊκό [[δίκαιο]]) το [[τίμημα]] του δικαιώματος επιφανείας (<b>βλ.</b> [[επιφάνεια]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελέσματα</i><br />([[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από [[κάθε]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[φάντασμα]], [[στοιχειό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[συμβόλαιο]]) [[κατάρτιση]], [[συμπλήρωση]] («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῦ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> [[θαυματούργημα]], [[θαύμα]] («[[Ἀπολλώνιος]] ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δαιμόνων [[τέλεσμα]]» — διαβολικό [[έργο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[εισφορά]] που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φόρος]], [[δασμός]] («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δαπάνη]], έξοδα («ἀπὸ τοῦ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> επικυρωμένο [[αντίγραφο]], [[πιστοποιητικό]]<br /><b>4.</b> θρησκευτική [[τελετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>τέλεσα</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το βυζαντινορρωμαϊκό [[δίκαιο]]) το [[τίμημα]] του δικαιώματος επιφανείας (<b>βλ.</b> [[επιφάνεια]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελέσματα</i><br />([[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από [[κάθε]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[φάντασμα]], [[στοιχειό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[συμβόλαιο]]) [[κατάρτιση]], [[συμπλήρωση]] («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῦ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> [[θαυματούργημα]], [[θαύμα]] («[[Ἀπολλώνιος]] ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῦ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δαιμόνων [[τέλεσμα]]» — διαβολικό [[έργο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[εισφορά]] που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φόρος]], [[δασμός]] («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δαπάνη]], έξοδα («ἀπὸ τοῦ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῦς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> επικυρωμένο [[αντίγραφο]], [[πιστοποιητικό]]<br /><b>4.</b> θρησκευτική [[τελετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>τέλεσα</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:34, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλεσμα Medium diacritics: τέλεσμα Low diacritics: τέλεσμα Capitals: ΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: télesma Transliteration B: telesma Transliteration C: telesma Beta Code: te/lesma

English (LSJ)

ατος, τό, (τελέω) A money paid or to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.). II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
imposition, impôt, contribution.
Étymologie: τελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα του δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)
2. στον πληθ. τα τελέσματα
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειό
μσν.
1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῦ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)
2. θαυματούργημα, θαύμαἈπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῦ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)
3. φυλαχτό
4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργο
μσν.-αρχ.
χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)
αρχ.
1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)
2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῦ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῦς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)
3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό
4. θρησκευτική τελετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. -τέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

τέλεσμα: -ατος, τό (τελέω), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, πληρωμή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τέλεσμα: ατος τό
1) обложение, подать Diod.;
2) денежная сумма Luc.

Middle Liddell

τέλεσμα, ατος, τό, τελέω
money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.