βραχύπορος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βραχύπορος:'''<br /><b class="num">1)</b> совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. [[εἴσπλους]] Plut.).
|elrutext='''βραχύπορος:'''<br /><b class="num">1)</b> совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[узкий]], [[тесный]] (χαλεπὴ καὶ β. [[εἴσπλους]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:45, 19 August 2022

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.

Spanish (DGE)

-ον
de corto recorrido περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.R.546a, de la órbita de los planetas, Procl.Hyp.1.24
de corto vuelo οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.VA 3.48.

Greek Monotonic

βρᾰχύπορος: -ον, 1. αυτός που έχει μικρό πέρασμα, σε Πλάτ.
2. αυτός που έχει στενό, σύντομο άνοιγμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βραχύπορος:
1) совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);
2) узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. εἴσπλους Plut.).

Middle Liddell


1. with a short passage, Plat.
2. with narrow passage, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχύπορος -ον βραχύς, πόρος met korte omlooptijd.