κόννος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κόννος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.). | |elrutext='''κόννος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[серьга]], [[подвеска]] (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:58, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, kind of A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.
Greek (Liddell-Scott)
κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.
Greek Monolingual
κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].
Russian (Dvoretsky)
κόννος: v.l. κόνος ὁ
1) серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);
2) борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόννος -ου, ὁ baard.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: beard (Luc. Lex. 5), after H. = ὁ πώγων, η ὑπήνη, η χάρις; in similar meaning σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα and κοννοφόρων).
Derivatives: Further in plur. beside ψέλλια as name of an ornament for girls (Plb. 10, 18, 6, where κόνοι, but -νν-Suid.). PN Κόννος, Κόννιον, Κοννᾶς L. Robert, Stèles funéraires 168.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained.
Frisk Etymology German
κόννος: {kónnos}
Grammar: m.
Meaning: Bart (Luk. Lex. 5), nach H. = ὁ πώγων, ἢ ὑπήνη, ἢ χάρις; in ähnlicher Bed. wie σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα und κοννοφόρων). — Außerdem im Plur. neben ψέλλια als Ben. eines Mädchenschmucks (Plb. 10, 18, 6, wo κόνοι, aber -νν-Suid.).
Etymology : Unerklärt.
Page 1,913