θυμικός: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῡμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> отважный, смелый (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> пылкий, страстный (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> ретивый, горячий ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.). | |elrutext='''θῡμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отважный]], [[смелый]] (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[пылкий]], [[страстный]] (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[ретивый]], [[горячий]] ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θῡμικός, ή, όν [[θυμός]]<br />[[high]]-[[spirited]], [[passionate]], Arist. | |mdlsjtxt=θῡμικός, ή, όν [[θυμός]]<br />[[high]]-[[spirited]], [[passionate]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, (θυμός) A high-spirited, of the dog, Arist.HA488b21: τὸ ἄρρεν -ώτερον Id.PA661b33: Sup., D.C.49.36. 2 = θυμοειδής 3, Pl.Def.415e, Arist.de An.432a25, Phld.Oec.p.33 J., Hierocl.in CA26p.480M. 3 irascible, Ath.2.38b; θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Arist.Rh. 1389a9. 4 Adv. -κῶς Plb.18.37.12: Comp. -ώτερον Id.7.13.3, Cic.Att.10.11.5.
German (Pape)
[Seite 1223] muthig, ζῷα Arist. H. A. 1, 1; zornig, leidenschaftlich, θυμ. καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὁρμῇ rhet. 2, 14; δύναμις, im Ggstz von γνώμη καὶ λογισμός, Pol. 18, 20, 7.– Adv., Pol. 18, 20, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμικός: -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, τολμηρός, θαρραλέος, ὁρμητικός, θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 5· ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12· συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein de cœur, courageux, ardent;
Cp. θυμικώτερος, Sp. θυμικώτατος.
Étymologie: θυμός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυμικός, -ή, -όν) θυμός
το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν)
το θυμοειδές, κατά την πλατωνική φιλοσοφία
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου
2. αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική ιδιοσυστασία» β. «θυμικό άσθμα»)
3. φρ. χημ. «θυμικό οξύ» — η θυμόλη.
αρχ.
1. (για τον σκύλο) ορμητικός, ζωηρός
2. ευέξαπτος, οξύθυμος, οργίλος.
επίρρ...
θυμικῶς (Α)
με θυμό, με οργή, οργίλως.
Russian (Dvoretsky)
θῡμικός:
1) отважный, смелый (ζῷα, οἷον κύων Arst.);
2) пылкий, страстный (θ. καὶ ὀξύθυμος Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);
3) ретивый, горячий (πῶλος θ. καὶ γοργός Plut.).
Middle Liddell
θῡμικός, ή, όν θυμός
high-spirited, passionate, Arist.