ἔμπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔμπληκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> ошеломленный, напуганный (ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> неразумный, безрассудный (ἔ. τε καὶ [[ἀστάθμητος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> легкомысленный, непостоянный (βροτοί Soph.);<br /><b class="num">4)</b> превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.).
|elrutext='''ἔμπληκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ошеломленный]], [[напуганный]] (ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[неразумный]], [[безрассудный]] (ἔ. τε καὶ [[ἀστάθμητος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[легкомысленный]], [[непостоянный]] (βροτοί Soph.);<br /><b class="num">4)</b> превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπληκτος Medium diacritics: ἔμπληκτος Low diacritics: έμπληκτος Capitals: ΕΜΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: émplēktos Transliteration B: emplēktos Transliteration C: empliktos Beta Code: e)/mplhktos

English (LSJ)

ον, (ἐμπλήσσω) A stunned, amazed, ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9: hence, stupid, senseless, ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28, Agath.3.24, etc.; ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693. 2 in Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj.1358, Arist.EE1240b17; αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205; [ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg.482a; ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly.214d; ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18. II Adv. -τως rashly, madly, Isoc.7.30, etc.; τὸ ἐ. ὀξύ frantic vehemence, Th.3.82; foolishly, Gal.1.535.

German (Pape)

[Seite 814] 1) betäubt, betroffen, verblüfft, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφθαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; unsinnig, dumm. Rom. 28. – 2) unbesonnen, wankelmüthig; Soph. Ai. 1337; καὶ ἀστάθμητος Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπληκτος: -ον, (ἐμπλήσσω) ἔκπληκτος, τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἐμβρόντητος, ἀνόητος, ἄφρων, Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, κοῦφος, ἄστατος, εὐμετάβλητος, ἰδιότροπος, Σοφ. Αἴ. 1358 (ἔνθα ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ’ ἄλλοσε πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ φιλοσοφία τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔμπληκτος Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. ἐμπλήγδην. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ ὀξύτης ἐνεργείας, μανιώδης, ὁρμή, Θουκ. 3. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé de stupeur ; hébété, stupide;
2 inconstant, léger.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1estúpido ἔ. δὲ τῷ τρόπῳ καὶ μανικός Plu.Rom.28, ἐπελέληστο γὰρ ... ὑπὸ αὐθαδείας ὁ ἔ. Agath.3.24.5, neutr. plu. subst. μὴ ... ἔμπληκτα λήρει Gal.8.693.
2 impulsivo, caprichoso τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶν S.Ai.1358, cf. Arist.EE 1240b17, αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205, τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. (ἡ φιλοσοφία) Pl.Grg.482a, cf. Ly.214d, τύραννος ἔ. ἀεὶ ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18, ἔ. ... καὶ ἄνους Gal.1.4, ψυχῆς ὁρμὴ ἔ. Plot.3.1.1.
3 enloquecido, tocado de demencia por culpa de un veneno νόημα Nic.Al.213.
II adv. -ως
1 impulsivamente τὸ δ' ἐ. ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη la violencia insensata se consideró una cualidad viril Th.3.82, τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινεν Isoc.7.30.
2 caprichosamente ἐ. τε μεταφέρουσι τὸν λόγον Gal.1.535.

Greek Monolingual

ἔμπληκτος, -ον (AM)
ταραγμένος, έκπληκτος
αρχ.
1. ανόητος, ηλίθιος
2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος
3. επιρρεπής
4. ορμητικός.

Greek Monotonic

ἔμπληκτος: -ον (ἐμπλήσσω),
I. 1. έκπληκτος, κατάπληκτος, θορυβημένος, Λατ. attonitus, σε Ξεν., Πλούτ.
2. ασταθής, ιδιότροπος, παράξενος, σε Σοφ., Ευρ.
II. επίρρ. -τως, απερίσκεπτα, παράτολμα· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, με αιφνιδιαστική ταχύτητα κίνησης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπληκτος:
1) ошеломленный, напуганный (ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.);
2) неразумный, безрассудный (ἔ. τε καὶ ἀστάθμητος Plat.);
3) легкомысленный, непостоянный (βροτοί Soph.);
4) превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.).

Middle Liddell

ἔμπληκτος, ον adj ἐμπλήσσω
I. stunned, amazed, stupefied, Lat. attonitus, Xen., Plut.
2. unstable, capricious, Soph., Eur.
II. adv. -τως, rashly; τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ startling rapidity of action, Thuc.

English (Woodhouse)

capricious, fickle, mad, out of one's senses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)