πολύπλαγκτος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύπλαγκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> много странствующий или странствовавший (ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> заставляющий много блуждать, бросающий из стороны в сторону ([[ἄνεμος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> вводящий в заблуждение ([[ἐλπίς]] Soph.). | |elrutext='''πολύπλαγκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> много странствующий или странствовавший (ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[заставляющий много блуждать]], [[бросающий из стороны в сторону]] ([[ἄνεμος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> вводящий в заблуждение ([[ἐλπίς]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (πλάζω)
A much-wandering, wide-roaming, ληϊστῆρσι π. Od.17.425, cf. 511; of 10, A.Supp.572 (lyr.); π. ἔτεα S.Aj.1.186 (lyr.); οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον… πολυπλαγκτότερον E.HF1197 (lyr.).
2 ever-moving, ἰκτῖνοι (prob.l.) Thgn.1257; μέλεα Parm.16.1.
3 much-erring, πραπίδες IG14.1424 (Rome).
II driving far from one's course, ἄνεμος Il.11.308 (unless in signf. 1.1).—In S.Ant.615 (lyr.) πολύπλαγκτος ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 668] 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., νόστος Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 (Plan. 2921; κέλευθα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; ἄνεμος, Il. 11, 308; sp. D., κεκρύφαλος, Archi. 5 (VI, 207).
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλαγκτος: -ον, (πλάζω) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, πραπίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, παραπλανῶν, ἄνεμος Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.
Étymologie: πολύς, πλάζω.
English (Autenrieth)
(πλάζω): muchwandering, far-roving; ἄνεμος, driving far from the course, baffling, Il. 11.308.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που πλανιέται παντού, που τον φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ.
β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση
3. (για τον νου και τη σκέψη) εκείνος που σφάλλει πολύ («πολύπλαγκτοι πραπίδες», Ελλ. Επιγράμμ.)
4. εκείνος που οδηγεί κάποιον σε παρέκκλιση από τον στόχο του, που τον παραπλανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος].
Greek Monotonic
πολύπλαγκτος: -ον (πλάζω),
I. αυτός που περιπλανιέται πολύ, που έχει περιπλανηθεί παντού και για πολύ καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που οδηγεί μακριά ή έξω από τον σωστό δρόμο, αυτός που κατευθύνει μακριά από την πορεία κάποιου, ἄνεμος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. Αντιγ. 615· πολύπλαγκτος ἐλπίς, μπορεί να σημαίνει είτε περιπλάνηση, αβέβαιη ελπίδα είτε αποπροσανατολισμός, παραστράτημα, παραπλάνηση· πρβλ. πολυπλανής II.
Russian (Dvoretsky)
πολύπλαγκτος:
1) много странствующий или странствовавший (ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.);
2) заставляющий много блуждать, бросающий из стороны в сторону (ἄνεμος Hom.);
3) вводящий в заблуждение (ἐλπίς Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπλαγκτος -ον [πολύς, πλάζω] veel rondzwervend:; ἅμα ληϊστῆρσι πολυπλάγκτοισι samen met rondzwervende piraten Od. 17.425; overdr.. π. ἐλπίς dolende hoop Soph. Ant. 615. zeer beweeglijk:. μέλεα π. zeer beweeglijke ledematen Parm. B 16.1. die doet dolen.
Middle Liddell
πολύ-πλαγκτος, ον, πλάζω
I. much-wandering, wide-roaming, Od., Soph., Eur.
II. act. leading far astray, driving far from one's course, ἄνεμος Il.—In Soph. Ant. 615, π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής II.